Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Κ. ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ

Δημοσιεύθηκε στο συλλογικό Aφιέρωμα στον Κ. Καστοριάδη,
Ψυχή, Λόγος, Πόλις, Υψιλον, Αθήνα, 2007

Γιώργος Ν. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Κ. ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ



Ο Καστοριάδης αναφέρεται πολύ συχνά στα κείμενά του στον Αριστοτέλη, είτε για να τον κρίνει, είτε για να διευκρινήσει δικές του έννοιες και απόψεις. Στο εξαίρετο κείμενό του λ.χ. «Αξία, ισότητα, δικαιοσύνη, πολιτική: Από τον Μαρξ στον Αριστοτέλη και από τον Αριστοτέλη σ’ εμάς»[1] εξετάζει εν εκτάσει την αριστοτελική έννοια της δικαιοσύνης και αναδεικνύει τα προβλήματα και τα αδιέξοδά της.
 
Οι απόψεις του όμως για την σχέση του Αριστοτέλη με την δημοκρατία είναι προβληματικές. Δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τον Σταγειρίτη δημοκράτη[2] και να υποστηρίξει ότι η Αθηναίων Πολιτεία του είναι για αυτόν το ιδεώδες της «πολιτείας» του[3] χωρίς καθόλου να επιχειρηματολογήσει . Λέει ο Καστοριάδης ότι «η Αθήνα ήταν μιά πολιτεία με την αριστοτελικη έννοια, εφ’ όσον ορισμένοι άρχοντες (πολύ σπουδαίοι) εκλέγονταν»[4]. Ναί μεν στην Αθήνα ορισμένοι σπουδαίοι άρχοντες εκλέγονταν, αλλά υπήρχαν πάρα πολλοί άλλοι οι οποίοι κληρώνονταν, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στην αριστοτελική «πολιτεία». Αυτή βεβαίως δεν είναι η μόνη διαφορά μεταξύ αριστοτελικής «πολιτείας» και δημοκρατίας. Υπάρχουν και πολλές άλλες όπως φαίνεται από την σύγκριση των δύο πολιτευμάτων, πράγμα το οποίο γίνεται στο τρίτο μέρος του παρόντος κειμένου, ενώ το πρώτο ασχολείται με την κριτική του Αριστοτέλη στην δημοκρατία και το δεύτερο μέρος αναδεικνύει την κριτική της Αθηναίων Πολιτείας στην δημοκρατία.
.
Η κριτική του Αριστοτέλη στην δημοκρατία

O P. Vidal-Naquet[5] πιστεύει ότι το να πούμε τον Αριστοτέλη δημοκράτη είναι μάλλον υπερβολικό, τον θεωρεί έναν μετρημένο άνθρωπο ο οποίος δεν μπήκε σε περιπέτειες και επισημαίνει την συναναστροφή του με την απόλυτη μοναρχία, με αυτό που ο ίδιος ο Αριστοτέλης αποκαλεί παμβασιλεία.[6] Πράγματι μία προσεκτικώτερη ανάγνωση των Πολιτικών τοποθετεί τον Αριστοτέλη στους κριτικούς της δημοκρατίας και όχι στους οπαδούς της.
Ηδη ο τρόπος που αναφέρεται η δημοκρατία στο έργο αυτό για πρώτη φορά[7] προαναγγέλει τις προθέσεις και τις κριτικές διαθέσεις του συγγραφέα τους: αναφερόμενος εν συντομία στην εξέλιξη της αθηναϊκής πολιτείας ο Σταγειρίτης, για την μετά τον Σόλωνα εποχή, γράφει ότι από την στιγμή που τα δικαστήρια έγιναν κληρωτά ο δήμος έγινε τύραννος ένεκα της κολακείας των δημαγωγών, οι οποίοι χαριζόμενοι αύξαναν συνεχώς την εξουσία του. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε ο Εφιάλτης με την αποδυνάμωση του Αρείου Πάγου και ο διάδοχός του Περικλής με την μισθοφορία των δικαστών καθώς και οι υπόλοιποι δημαγωγοί, έτσι ώστε να φθάσουμε στην νυν δημοκρατία. Το πλαίσιο αυτό καθορίζει και την μετέπειτα αντιμετώπιση της δημοκρατίας εκ μέρους του φιλοσόφου, η οποία κυμαίνεται από την κριτική έως την απόρριψη. Πράγματι σε πολλά σημεία του έργου του ο Σταγειρίτης ασκεί κριτική σε βασικές αρχές, χαρακτηριστικά και θεσμούς της δημοκρατίας.
Κατ’αρχήν στην ταξινόμηση των πολιτειών ο Σταγειρίτης τοποθετεί την δημοκρατία στις παρεκβεβηκυίες και την «πολιτεία» στις ορθές πολιτείες, στο γνωστό σχήμα των έξι: τρεις ορθαί (βασιλεία, αριστοκρατία, πολιτεία) και τρεις παρεκβεβηκυίαι πολιτείαι (τυραννίς, ολιγαρχία, δημοκρατία)[8], αναλόγως του αν ένας, ολίγοι ή πολλοί κυβερνούν προς το κοινή ή το ίδιον συμφέρον. Αυτό σημαίνει κατ’ αρχήν ότι η δημοκρατία δεν εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον ενώ η «πολιτεία» το εξυπηρετεί. Από την άλλη οι τρείς ορθαί πολιτείαι είναι δίκαιες διότι αποβλέπουν στο κοινό συμφέρον ενώ οι τρεις παρεκβάσεις είναι άδικες διότι αποβλέπουν στο ίδιον συμφέρον των κρατούντων [9]. Αυτό σημαίνει ότι η δημοκρατία είναι άδικη ενώ η «πολιτεία» δίκαιη. Είναι εμφανές ότι ο Αριστοτέλης κρίνει και κατατάσσει με όρους δικαίου τις πολιτείες σε δύο κατηγορίες, σε ορθάς και παρεκβεβηκυίας. Το αν κυβερν ο εις, οι ολίγοι ή οι πολλοι δεν κρίνεται με όρους δικαίου, αλλά με το αν οι κυβερνώντες κυβερνούν προς το κοινό συμφέρον.[10] Ετσι λοιπόν η δημοκρατία δεν είναι ορθή πολιτεία αλλά ημαρτημένη, παρέκβασις της «πολιτείας» η οποία είναι η ορθή πολιτεία..
Ενα ενδεικτικό στοιχείο των διαθέσεων του Αριστοτέλη κατά της δημοκρατίας είναι και το ότι δεν δέχεται την διατύπωση του Πλάτωνος ότι η δημοκρατία είναι η καλύτερη πολιτεία από τις φαύλες (παράνομες)[11] και επιμένει ότι είναι η ολιγώτερον φαύλη (ήττον δε φαύλης).[12] Τουλάχιστον ως προς τον χαρακτηρισμό ο Αριστοτέλης αποδεικνύεται πιο αυστηρός και από τον δάσκαλό του, τον μέγα αρνητή της δημοκρατίας. Η αυστηρότητα στον χαρακτηρισμό δηλώνει αυστηρότητα στις πεποιθήσεις. Αλλού χαρακτηρίζει την δημοκρατία και τις άλλες παρεκβεβηκυίες πολιτείες παρά φύσιν, ενώ τις ορθές κατά φύσιν[13] .
Σύμφωνα με τον Jones[14] οι κριτικές κατά της δημοκρατίας από τους συγγραφεις του 4ου αι. μπορούν να συνοψισθούν σε τέσσερεις. Τα κύρια δημοκρατικά χαρακτηριστικα και δημοκρατικες αρχές που υφίστανται την κριτική είναι τα εξής: 1) Η ύπαρξη ατομικής και πολιτικής ελευθερίας 2) Η ύπαρξη της ισότητας για όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες. 3) Η υποτιθέμενη μη κυριαρχία του νόμου προς όφελος του δήμου και των ψηφισμάτων 4) Η υποτιθέμενη κυριαρχία των απόρων επί των ευπόρων και βελτιόνων. Οι τέσσερεις αυτές κριτικες ασκούνται και από τον Αριστοτέλη.
1) Θεμελιώδες χαρακτηριστικό της δημοκρατίας είναι η ελευθερία, όρος που σημαίνει ότι όλοι οι πολίτες ασκούν την εξουσία άμεσα, αθρόως ή διαδοχικώς (εκ περιτροπής)[15]. Η ελευθερία εννοείται και υπό την ατομική ή προσωπική έννοια, να ζεί έκαστος όπως επιθυμεί[16]. Η ελευθερία αυτή και υπό τις δύο μορφές της υφίσταται κριτική από τον Αριστοτέλη. Ιδίως ψέγει τις «ακραίες δημοκρατίες» (ταις μάλιστα είναι δοκούσαις δημοκρατικαίς) διότι ορίζουν κακώς την ελευθερία. Την ορίζουν δε κακώς διότι νομίζουν ότι ελευθερία είναι να κάνει ό,τι νομίζει το πλήθος[17]. Δηλαδη ο Αριστοτέλης δεν συμφωνεί με την άσκηση της εξουσίας άμεσα από όλους τους πολίτες, ούτε με την προσωπική ελευθερία του να πράττει έκαστος όπως θέλει.[18]
2) Η δημοκρατική ισότητα, γνωστή και ως αριθμητική, είναι επίσης θεμελιώδης αρχή και γνώρισμα του αθηναϊκού πολιτεύματος, η οποία αποδίδει την εξουσία σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες, ανεξαρτήτως καταγωγης και περιουσίας, δηλαδή και στα κατώτερα στρώματα στους βαναύσους, αγοραίους, θήτας κ.λπ[19]. Η αντίληψη αυτή υφίσταται επίσης κριτική από τον Σταγειρίτη[20], ο οποίος είναι υπέρ της κατ’ αξίαν ισότητας, γνωστής και ως γεωμετρικής. Αυτό σημαίνει ότι το κύριον της πολιτείας, πρέπει να είναι οι ολίγοι άξιοι κατ’ αρετήν, οι οποίοι θα ασκούν την διακυβέρνηση της πόλεως οι δε πολλοί περιορίζονται στο να εκλέγουν και να ελέγχουν τους άρχοντες. Κατά τον Αριστοτέλη τα κατώτερα κοινωνικοοικονομικώς στρώματα δεν είναι ικανά για την άσκηση πολιτικής, είναι τα φαυλότερα διότι στερούνται αρετής.[21] Ο λόγος άλλωστε για τον οποίο θεωρεί ότι πρέπει ο δήμος να έχει την ελαχίστη αναγκαιοτάτη εξουσία είναι ότι άνευ αυτής θα ήταν δυσαρεστημένος και θα προέβαινε σε στάσεις.[22]
3) Η δημοκρατία βασιζόταν σε νόμους οι οποίοι είχαν προπαρασκευασθεί και εισαχθεί προς συζήτηση από την βουλή στην εκκλησία, στην οποία είχαν τελικώς εγκριθεί κατόπιν ψηφοφορίας. Οι νόμοι αυτοί εξετίθεντο στην αγορά χαραγμένοι στην πέτρα και ήταν στην διάθεση όλων των πολιτών. Η κυριαρχία του νόμου είναι βασική δημοκρατική αρχή επί της οποίας στηρίζεται η ζωή της πόλεως. Αργότερα δε μετά την ήττα τους από του Σπαρτιάτες το 404 αναθεώρησαν τους νόμους και την νομοθετική διαδικασία, εισάγοντας το σώμα των νομοθετών για τον αυστηρότερο έλεγχο και τήρηση των νόμων. Ο Αριστοτέλης κατηγορεί την δημοκρατική πόλη ότι αντί για τους νόμους διοικείται με ψηφίσματα, με συνέπεια να καταλύονται οι αρχές και η έννομη τάξη και ο δήμος να καθίσταται μόναρχος και δεσποτικός.[23]
4) Βασική αρχή της δημοκρατίας είναι η συμμετοχή όλων των πολιτών στην πολιτική ζωή, στην λήψη των αποφάσεων και στην άσκηση της εξουσίας υπό όλες τις μορφές της. Η λήψη των αποφάσεων, η ψήφιση των νόμων και η εκλογή των αιρετών αρχών βασίζονται στην αρχή της πλειοψηφίας. Συμβαίνει όμως οι άποροι να είναι πιο πολλοί από τους ευπόρους και κατ’ επέκτασιν η πλειοψηφία να καθορίζεται από τους απόρους, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι άποροι κυβερνούν προς όφελος τους αλλά προς το συμφέρον όλων και της πόλεως. Ο Αριστοτέλης όμως κατηγορεί την δημοκρατία ότι λειτουργεί προς όφελος των απόρων και κατά των συμφερόντων των επιεικών και των βελτιόνων [24], και την κατατάσσει στις δεσποτικές πολιτείες μαζί με την τυραννίδα και την ολιγαρχία.[25], που γι αυτόν τον λόγο θεωρεί ότι είναι οι χείριστες πολιτείες[26].
Είναι εμφανές ότι με την κριτική που ασκεί ο Αριστοτέλης στην δημοκρατία αρνείται βασικές αρχές , θεσμούς και τρόπους λειτουργίας της και γι αυτόν τον λόγο η κριτική του αυτή δεν μπορεί να ενταχθεί σε μια δημοκρατική προοπτική.

Η κριτική της δημοκρατίας στην Αθηναίων Πολιτεία

Η κριτική του Αριστοτέλη στην δημοκρατία υπάρχει και στην Αθηναίων Πολιτεία. Ως γνωστόν το έργο αυτό εξετάζει στο πρώτο μέρος (κεφ. 1-41) την ιστορική εξέλιξη της Αθηναίων πολιτείας και στο δεύτερο μέρος (κεφ. 42-69) την περιγραφή των θεσμών της. Στο πρώτο μέρος είναι κριτικός έναντι της δημοκρατίας ενώ στο δεύτερο περιγραφικός και ουδέτερος.[27] H εξέλιξη της Aθηναίων πολιτείας παρουσιάζεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να δικαιώνει τις θεωρητικές απόψεις του Σταγειρίτη για την δημοκρατία όπως αυτές εκτίθενται στα Πολιτικά, και τις οποίες εξετάσαμε στο πρώτο μέρος. Η Αθηναίων Πολιτεία καταδικάζει την εσχάτη δημοκρατία και δικαιώνει τις απόψεις και την πολιτεία του Σόλωνος, καθώς επίσης τις απόψεις και την πολιτική του μετριοπαθούς ολιγαρχικού Θηραμένη, πρωτεργάτη της ολιγαρχικής εκτροπής του 411 και της αιματηρής τυραννίδος των Τριάκοντα το 404.[28]
Πράγματι σε αρκετά σημεία της Αθηναίων πολιτείας η κριτική στην δημοκρατία είναι εμφανής.
Οταν αναφέρεται στην μετά τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη περίοδο γράφει ότι επήλθε χαλάρωση (διαφθορά;) των πολιτικών ηθών, εξ αιτίας των δημαγωγών[29], της μη τηρήσεως των νόμων[30] και της ελλείψεως ικανών πολιτικών από τα ανώτερα στρώματα (επιεικείς, γνωρίμους, ευγενείς)[31]. Ο δήμος παρουσιάζεται ως ευκόλως παρασυρόμενος και εξαπατώμενος από τους δημαγωγούς.[32] Κατηγορείται και ο Περικλής, εμμέσως πλήν σαφώς, διότι καθιέρωσε την μισθοφορά τοις δικασταίς, και εξ αιτίας της χειροτέρεψε η κατάσταση διότι παρουσιάζονταν στην κλήρωση οι τυχόντες και όχι οι επιεικείς. Συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν ότι άρχισαν να χρηματίζονται οι δικαστές (27,4). Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι στις ένδεκα μεταβολές που αναφέρονται στην ανακεφαλαίωση της πολιτικής ιστορίας της Αθηναίων πολιτείας, ασκείται πολιτική κριτική μόνο σε μία μεταβολή: στην μετά την αποδυνάμωση της δυνάμεως του Αρείου Πάγου περίοδο, κατά την οποία «η πολιτεία έκανε πολλά σφάλματα εξ αιτίας των δημαγωγών και της κατά θάλασσαν κυριαρχίας» (41) . Δηλαδή ο συγγραφευς της Αθηναίων πολιτείας ξέρει πού να ρίξει τα βέλη του: αφ’ ενός στις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη το 462 με τις οποίες αποδυναμώθηκε η ισχύς του Αρείου Πάγου, ο οποίος ήταν ανέκαθεν το προπύργιο της αριστοκρατίας και της ολιγαρχίας, και αφ’ ετέρου στην αμέσως επόμενη περίοδο στην οποία κυριαρχεί ο Περικλής με τις μισθοφορίες των δικαστών, των βουλευτών και των αρχόντων και με μία σειρά άλλων μέτρων τα οποία διηύρυναν και εμπέδωσαν τα μέτρα του Εφιάλτη, και κατά συνέπεια την κυριαρχία του δήμου. Τα βέλη συνεπώς έχουν προορισμό την καρδιά της αθηναϊκής δημοκρατίας.
Από την άλλη μεριά, η συμπάθεια του Αριστοτέλη προς τον Σόλωνα και την νομοθεσία του είναι εμφανής στην Αθηναίων Πολιτεία, στην οποία γράφει ότι αυτός έσωσε την πατρίδα θεσπίζοντας την βέλτιστη νομοθεσία[33]. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο συγγραφέας της Αθηναίων πολιτείας επιμένει στην έκθεση της σολώνειας πολιτείας πάρα πολύ εν συγκρίσει προς άλλες περιόδους της αθηναικης πολιτικης ιστορίας, διότι αυτή θεωρεί την πιο καλή και επιθυμεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, ενσυνειδήτως να δώσει ένα παράδειγμα αρίστης πολιτείας και διακυβερνήσεως, όπως αυτός το εννοεί.[34] H συμπάθεια αυτή είναι πιο εμφανής στα Πολιτικά, στα οποία ο Σταγειρίτης εξαίρει την σπουδαιότητα της νομοθεσίας και της πολιτείας του Σόλωνος με το αιτιολογικό ότι ο αθηναίος πολιτικός ανέμειξε καλώς την πολιτεία και εγκαθίδρυσε την πάτριον δημοκρατία[35]. Αφού τον υπερασπισθεί από τις κριτικές τις οποίες υπέστη καταλήγει ως εξης: Σόλων γε έοικε την ανγκαιοτάτην αποδιδόναι τω δήμω δύναμιν, το τας αρχάς αιρείσθαι και ευθύνειν…τας δ’ αρχάς εκ των γνωρίμων και των ευπόρων κατέστησε πάσας, εκ των πεντακοσιομεδίμνων και ζευγιτών και τρίτου τέλους της καλουμένης ιππάδος. το δε τέταρτον θητικον, οίς ουδεμιάς αρχής μετήν.[36] Στο χωρίο αυτό όπως και σε εκείνο που αναφέραμε προηγουμένως[37] (2, 1273β35-41) έχουμε την συμπύκνωση της αριστοτελικής πολιτικής θεωρίας: η σολώνεια πολιτεία συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία που θα χρησιμοποιήσει ο Αριστοτέλης για να συγκροτήσει αυτό που θα ονομάσει «πολιτεία» στο τέταρτο βιβλίο των Πολιτικών, την οποία εξετάζουμε στο τρίτο μέρος πιο κάτω. Τα στοιχεία αυτά είναι: η πάτριος δημοκρατία, η καλή μίξις διαφόρων στοιχείων από την δημοκρατία, ολιγαρχία και αριστοκρατία, ο περιορισμός της εξουσίας του δήμου στο να εκλέγει μόνο και να ελέγχει τους άρχοντες, οι οποίοι ορίζονται μόνο από τις ανώτερες τάξεις.
Ένα στοιχείο που τονίζει ο Αριστοτέλης είναι η μετριοπαθής στάση Σόλωνος, η πολιτική του μέση τοποθέτηση, ο συμφιλιωτικός και αντιπολωτικός ρόλος του. Αυτό εξηγεί και την απουσία από την Αθηναίων Πολιτεία της μεσαίας τάξεως των εμπόρων, βιοτεχνών κ.λπ.[38], η οποία φαίνεται να είναι σκόπιμη αποσιώπηση προκειμένου να εξαρθεί ακριβώς ο αντιπολωτικός ρόλος του Σόλωνος, ο οποίος ανήκε κοινωνικώς στη μεσαία τάξη, και συνεπώς να αποκτήσει βάση και κύρος η αριστοτελική προτίμηση στη μέση πολιτεία, όπως ατή ορίζεται στα Πολιτικά.
Η πολιτεία του Σόλωνος αν και απετέλεσε την απαρχή της δημοκρατικής πολιτείας και συνετέλεσε σημαντικά στο δημοκρατικό φρόνημα των πολιτών, εν τούτοις δεν δύναται να χαρακτηρισθεί ως
δημοκρατία, αλλά ως μία μετριοπαθης ή διευρυμένη ολιγαρχία, ή με την αριστοτελική ορολογία, ως τιμοκρατία.
Η συμπάθεια του συγγραφέα της Αθηναίων Πολιτείας προς τον Θηραμένη είναι επίσης εμφανής[39] σε σημείο ώστε να τον κατατάσσει, εμμέσως πλήν σαφώς, μεταξύ των καλυτέρων Αθηναίων πολιτικών μαζι με τον Νικία, και τον Θουκυδίδη (όχι τον ιστορικό) (28,5). Αυτό είναι μεγάλη ανακολουθία εκ μέρους του Αριστοτέλη (που παρουσιάζεται ως θερμός υποστηρικτής της νομιμότητας και της τηρήσεως του νόμου), δεδομένου ότι ο Θηραμένης δεν τήρησε τα νόμιμα της πόλεως και παρεβίασε τους νόμους και το πολίτευμα, όχι μία αλλά δύο φορές. Πράγματι και στην εκτροπή του 411 π.Χ. αλλά κυρίως στην εγκαθίδρυση της τυραννίδος των τριάκοντα το 403 π. Χ. συνέβαλε στην ανατροπή του νομίμου πολιτεύματος, παραβιάζοντας τους νόμους του[40].

Δημοκρατία και «πολιτεία»: οι διαφορές τους

Οι διαφορές της ιστορικής δημοκρατίας από την αριστοτελική «πολιτεία» είναι πολλές. Κατ’ αρχήν η «πολιτεία» είναι η ορθή πολιτεία εν αντιθέσει προς τη δημοκρατία που είναι η ημαρτημένη, όπως ήδη ανεφέρθη. Είναι δηλαδή η πολιτεία κατά την οποία, σύμφωνα πάντα με τον Σταγειρίτη, το πλήθος ενδιαφέρεται για το κοινό συμφέρον πράγμα που δεν συμβαίνει με την δημοκρατία. Ως εκ τούτου η «πολιτεία» είναι δίκαιη και βασίζεται σε νόμους ενώ η δημοκρατία ούτε είναι δίκαιη ούτε βασίζεται σε νόμους.
Κατά δεύτερον η «πολιτεία» είναι κατά τον Σταγειρίτη μίξις ολιγαρχίας και δημοκρατίας[41], πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχει τα αμιγή χαρακτηριστικά της υπαρκτής δημοκρατίας, αλλά μερικά μόνο. Πράγματι, βασικά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας απορρίπτονται δια της αριστοτελικής μίξεως, η οποία την ακρωτηριάζει έτσι σημαντικά εις τρόπον ώστε η προκύπτουσα μεικτή «πολιτεία» να ομοιάζει περισσότερο με την ολιγαρχία παρά με την δημοκρατία. Αυτό είναι εμφανές σε δύο παραδείγματα μίξεως τα οποία παραθέτει ο ίδιος ο Αριστοτέλης. Και τα δύο αναφέρονται σε συνδυασμό και ταυτοχρόνως απόρριψη στοιχείων από τα δύο πολιτεύματα. Το πρώτο αναφέρεται στην συμμετοχή στην εκκλησία και προτείνει το μέσον μεταξύ των δύο πολιτευμάτων: ενώ η δημοκρατία δεν επιβάλλει κανένα τίμημα για την συμμετοχή και η ολιγαρχία μεγάλο, στην «πολιτεία» θα επιβληθεί το μέσον μεταξύ των δύο, δηλαδή ούτε πολύ μεγάλο ούτε και πολύ μικρό
 
[42]. Αυτό σημαίνει ότι στην «πολιτεία» αποκλείονται από την πολιτική ζωή, από την λήψη των αποφάσεων, την εκλογή των αρχών, την δικαστική και βουλευτική εξουσία σημαντικός αριθμός από τα κατώτερα οικονομικώς και κοινωνικώς στρώματα, πράγμα το οποίο αντιβαίνει προς την βασική δημοκρατική αρχή της συμμετοχής όλων των ελευθέρων στην εκκλησία. Αυτή η περιοριστική αντίληψη του Αριστοτέλη για το σώμα των πολιτών συνάδει προς άλλα χωρία των Πολιτικών, στα οποία εκφράζονται οι θεωρητικές βάσεις για τον αποκλεισμό των κατωτέρων στρωμάτων από την πολιτική ζωή, διότι αυτά υποτίθεται ότι στερούνται ικανοτήτων, αρετής και παιδείας[43].
Ο δεύτερος τρόπος μίξεως συνδυάζει –και αποκλείει ταυτοχρόνως -στοιχεία από τα δύο πολιτεύματα προκειμένου για τον καθορισμό των αρχών: ενώ στην δημοκρατία οι αρχές είναι κληρωτές και μή απο τιμήματος και στην ολιγαρχία αιρετές και απο τιμήματος, στην «πολιτεία» η μίξις επιβάλλει οι αρχές να είναι αιρετές και μή απο τιμήματος.[44] Αυτο σημαίνει ότι στην «πολιτεία» καταργείται η κλήρωσις η οποία είναι ο βασικός τρόπος αναδείξεως των αρχών στην δημοκρατία, άρα η τελευταία ακρωτηριάζεται έτσι από ένα βασικό χαρακτηριστικό της, για να ικανοποιήσει την ίδρυση της «πολιτείας». Πράγματι στην δημοκρατία η κλήρωσις είναι το βασικο μέσο αναδείξεως των ποικίλων αρχών: δια της κληρώσεως ορίζονται οι δικαστές κάθε χρόνο, οι πεντακόσιοι βουλευτές κάθε χρόνο και οι επτακόσιοι περίπου άρχοντες σε όλους τους τομείς της δημοσίας πολιτικής ζωής κάθε χρόνο.
Συνελόντι ειπείν, και με τον έναν και με τον άλλον τρόπο μίξεως ο Αριστοτέλης επιτυγχάνει μία «πολιτεία» η οποία ουδόλως θα χαρακτηριζόταν ως δημοκρατία αλλά μάλλον ως μετριοπαθής ή διευρυμένη ολιγαρχία με κύρια χαρακτηριστικά το μέσο τίμημα για την συμμετοχή στην εκκλησία, τις αιρετές αρχές μή από τιμήματος, και την διακυβέρνηση της πόλεως από ολίγους αιρετούς άρχοντες από τα ανώτερα κοινωνικο-οικονομικώς στρώματα και τους πολλούς να τους εκλέγουν και να τους ελέγχουν. Δηλαδή η αρνητική κριτική που ασκεί στην δημοκρατία και η προτίμησή του για την «πολιτεία» δεν επιτρέπει να χαρακτηρισθεί ο Αριστοτέλης ως δημοκράτης αλλά ως ένας συντηρητικός ή μετριοπαθής ολιγαρχικός.


[1] Σταυροδρόμια του Λαβυρίνθου, Υψιλον, Αθήνα, 1991, σελ. 303-385.
[2] Καστοριάδης, «Αρχαίο ελληνικό και σύγχρονο πολιτικό φαντασιακό», Η Ανοδος της Ασημαντότητας, Υψιλον, Αθήνα, 2000, σελ. 197.
[3] “Fait et a faire”, Fait et a Faire, Seuil, Paris, 1997, σ. 22. Την άποψη αυτή του Καστοριάδη ενστερνίζονται ακρίτως και ορισμένοι νεώτεροι, όπως ο Ο. Fressart, ο οποίος γράφει ”Selon Castoriadis Aristote a donne grosso modo la theorie correcte de la democratie athenienne…n’etant pas franchement hostile a la democratie” (Droits, No 31, Paris 2000, σελ. 119)
[4] «Η ελληνικη πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας», Χώροι του Ανθρώπου, Υψιλον, Αθήνα, 1995, σελ. 191. Βλ. επίσης «Αρχαίο ελληνικό και σύγxρονο πολιτικό φαντασιακό», Η Ανοδος της Ασημαντότητας, όπ. π., σελ. 200.
[5] Nέα Εστία, τ. 1722, Απρίλιος 2000, σ. 568
[6] Πολιτικά 3, 1287α 8.
[7] Πολιτικά 2,1274α1 κ.ε
[8] Πολιτικά (3,1279α17-21, 28-31) και Ηθ. Νικ. (8,1160α31 κ.ε.).
[9] Φανερον τοίνυν ως όσαι μεν πολιτείαι το κοινή συμφέρον σκοπούσιν, αύται μεν ορθαι τυγχάνουσιν ούσαι κατά το απλώς δίκαιον, όσαι δε το σφέτερον μόνον των αρχόντων, ημαρτημέναι και πάσαι παρεκβάσεις των ορθων πολιτειων (Πολιτ. 3, 1279α17-21).
[10] Σωστά επισημαίνει ο Καστοριάδης αυτή την, αντίθετη με την δημοκρατική αντίληψη, άποψη του Αριστοτέλη («Αρχαίο ελληνικό και σύγχρονο πολιτικό φαντασιακό», Η άνοδος της ασημαντότητας, όπ. π., σελ. 222). Την άποψη αυτη συνάγει ο Καστοριάδης από ένα άλλο χωρίο των Ηθ. Νικ. (5, 1134b13-15), το οποίο όμως το παρερμηνεύει, διότι το απομονώνει από το πλαίσιο στο οποίο ανήκει. Πράγματι το εν λόγω χωρίο (ούδ’ άρα άδικον ουδέ δίκαιον το πολιτικον…) πρέπει να διαβασθεί ως συνέχεια του προηγουμένου χωρίου: Το δε δεσποτικόν δίκαιον και το πατρικόν ού ταυτόν τούτοις αλλ’ όμοιον.ου γαρ έστιν αδικία προς τα αυτού απλώς, το δέ κτήμα και το τέκνον, έως άν ή πηλίκον και χωρισθή, ώσπερ μέρος αυτού, αυτόν δ’ουδείς προαιρείται βλάπτειν. διο ουκ έστιν αδικία προς αυτόν. ουδ’ άρα άδικον ουδέ δίκαιον το πολιτικόν. κατά νόμον γαρ ήν, και εν οίς επεφύκει είναι νόμος, ούτοι δ’ ήσαν οις υπάρχει ισότης του άρχειν και άρχεσθαι. Το χωρίο αυτό συνδέεται με το προηγούμενο 5, 1134α 25-30 στο οποίο ο Αριστοτέλης κάνει λόγο για το δίκαιον και τα είδη του δικαίου, και εξετάζει τι είναι το πολιτικό δίκαιο : «το πολιτικό δίκαιο υπάρχει μεταξύ συμβιούντων, χάριν της αυτάρκειας ελευθέρων και ίσων, κατ’ αναλογίαν ή κατ’ αριθμόν, ανθρώπων. Ωστε σε αυτούς που δεν υπάρχει αυτό δεν υπάρχει πολιτικό δίκαιο αλλά κάποιο δίκαιο καθ’ ομοιότητα. Διότι δίκαιο υπάρχει εκεί που υπάρχει και νόμος. ο δε νόμος υπάρχει εκεί που υπάρχει αδικία». Εν συνεχεία ο Σταγειρίτης εξετάζει εάν το δεσποτικον και πατρικόν δίκαιον είναι πολιτικόν δίκαιον . Λέει λοιπόν ότι και το ένα και το άλλο δεν ταυτίζεται αλλά είναι όμοιον με το πολιτικον δίκαιον, διότι ούτε ο δεσπότης αδικει τον δούλο ούτε ο πατήρ το τέκνο αφ’ης στιγμης και ο δούλος και το τέκνο είναι κτήμα και μέρος αντιστοίχως του δεσπότου και του πατρός και κατα συνέπεια ουδεις στρέφεται κατά του κτήματος του και του μέρους του για να τους αδικήσει. Και καταλήγει ο Αριστοτέλης, στο επίμαχο χωρίο, ότι το δεσποτικόν και το πατρικόν δίκαιον δεν είναι πολιτικόν δίκαιον (ούδ’ άρα άδικον ουδέ δίκαιον το πολιτικόν).
Η μετάφραση συνεπώς όλου του χωρίου 5,1134β 8-15 είναι η εξής: «το δε δεσποτικό και το πατρικό δίκαιο δεν ταυτίζονται με το πολιτικό, αλλά απλώς είναι παρόμοια με αυτό. Διότι δεν υπάρχει αδικία με την απόλυτη έννοια της λέξεως, έναντι αυτών που μας ανήκουν, όπως εν προκειμένω, έναντι του δούλου και του τέκνου. πράγματι και ο δούλος και το τέκνο, το τελευταίο μέχρι να φθάσει κάποια ηλικία, αποτελούν μέρος μας και κανείς δεν θέλει συνειδητά να βλάψει τον εαυτό του. δια τούτο δεν αδικεί κανείς τον εαυτό του. Συνεπώς εδώ δεν πρόκειται για δίκαιο ή άδικο πολιτικό. διότι αυτά εξαρτώνται από τον νόμο και αφορούν αυτούς που ζουν φυσικώς υπό τον νόμο, δηλαδή αυτούς για τους οποίους υπάρχει ισότητα του άρχειν και άρχεσθαι». Δηλαδή κατά τον Σταγειρίτη το δεσποτικό και πατρικό δίκαιο δεν είναι πολιτικό δίκαιο για τον βασικό λόγο ότι δεν υπάρχει ισότητα του άρχειν και άρχεσθαι μεταξύ δεσπότου και δούλου αφ’ενός, και μεταξύ πατρός και τέκνου αφ’ετέρου. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από την συνέχεια του εν λόγω χωρίου, όπου ο Αριστοτέλης λέει ότι το δίκαιο αφορά μάλλον την γυναίκα και όχι τα τέκνα και τα κτήματα, αλλά και σε αυτή την περίπτωση πάλι δεν έχουμε πολιτικόν δίκαιον αλλά οικονομικόν (5, 1134β16-17).
Αυτή η εκδοχή ακολουθείται από τους εκδότες και μεταφραστές των Ηθικών Νικομαχείων. (J. Tricot στην έκδοση Vrin, Paris 1990, J.Voilquin, στην έκδοση GF-Flammarion, oι R.A. Gauthier και J. Y. Jolif, oι J.-A.K. Thomson και H. Tredennick, στην έκδοση Loeb κ.λ.π. Ο ίδιος ο Καστοριάδης αλλωστε δεν δηλώνει διαφωνία με τις υπάρχουσες εκδόσεις-εκδοχές του κειμένου.
Το ίδιο χωρίο (5, 1134b13-15) αναφέρει ο Καστοριάδης και στο παλαιότερο κείμενο του «Αξία, ισότητα, δικαιοσύνη, πολιτικη …», (ΣΛ, σ. 381) για να υποστηρίξει ότι στο χωρίο αυτο υπάρχει «η ρητή καταστροφή κάθε δυνατότητας για ‘ορθολογική’ απάντηση». Αλλά και πάλι φυσικά πρόκειται περι παρερμηνείας. Eίναι περίεργο πως ο οξυδερκής και βαθύς αναλυτής των αρχαίων κειμένων υπέπεσε σε αυτή την παρερμηνεία.
[11] Και η χειρίστη από τις επιεικείς (νόμιμες). Για τον Πλάτωνα η δημοκρατία και η ολιγαρχία είναι καλές ή κακές αναλόγως του αν ακολουθούν ή όχι τους νόμους (Πλάτ., Πολιτικος 303α-β).
[12] «εκείνος μεν [ο Πλάτων] έκρινε οτι αν όλες οι πολιτείες όπως η ολιγαρχία και οι άλλες είναι επιεικείς η δημοκρατία είναι η χειρίστη ενώ αν είναι φαύλες είναι η αρίστη. εμείς όμως θεωρούμε όλες αυτές εντελώς εξημαρτημένας και δεν είναι σωστό να λέμε ότι η ολιγαρχία είναι καλύτερη από κάποια άλλη πολιτεία: είναι ολιγώτερο φαύλη» (Πολιτικά 4, 1289β 5-11.
[13] Πολιτικά 3, 1287β 39-41.
[14]Jones, “The Athenian democracy and its critics”, Athenian democracy 1989, pp.41-72
[15] ελευθερίας δε εν μεν το εν μέρει άρχεσθαι και άρχειν (Πολιτ. 6, 1317β 2-3). Δύο γαρ έστιν οίς η δημοκρατία δοκεί ωρίσθαι, τω το πλείον είναι κύριον και τή ελευθερία. το μεν γαρ δίκαιον ίσον δοκεί είναι, ίσον δ’ ό τι άν δόξη τω πλήθει, τούτ’ είναι κύριον, ελεύθερον δε και ίσον το ό τι άν βούληταί τις ποιείν. ωστε ζή εν ταις τοιαύταις δημοκρατίαις έκαστος ως βούλεται, και εις ό χρήζων, ως φησιν Ευριπίδης (Πολιτικά 4, 1310α 28-34..
[16] 6,1317β 14-15: το ζήν ως βούλεται τις τούτο γαρ της ελευθερίας έργον είναι φασίν, είπερ του δούλου όντος το ζήν μή ως βούλεται. 5, 1310α 38: ελεύθερον δε (και ίσον) το ότι άν βούληταί τις ποιείν.
[17] Εν δε ταις δημοκρατίαις ταις μάλιστα είναι δοκούσαις δημοκρατικαίς τουναντίον του συμφέροντος καθέστηκεν, αίτιον δε τούτου ότι κακως ορίζονται το ελεύθερον (Πολιτ. 5, 1310α 26-28)
[18] Πολιτ. 5, 1310α 30-35: Τούτο δ’ εστί φαύλον. ου γαρ δεί οίεσθαι δουλείαν είναι το ζήν προς την πολιτείαν, αλλά σωτηρίαν.
[19] Και γάρ το δίκαιον το δημοτικόν το ίσον έχειν εστί κατά αριθμόν αλλά μή κατ’ αξίαν, τούτου δ’ όντος του δικαίου το πλήθος αναγκαίον είναι κύριον, και ό,τι άν δόξη τοις πλείοσι, τούτ’ είναι το δίκαιον ( Πολιτ. 6, 1317β 3-7).
[20] Πολιτ. 3, 1280α 10-24. και 5, 1301α 28-36.
[21] Πολιτ. 6, 1319α24-28: τα δ’ άλλα πλήθη πάντα σχεδόν, εξ ών αι λοιπαί δημοκρατίαι συνεστάσι, πολλώ φαυλότερα τούτων. ο γαρ βίος φαύλος, και ουθέν έργον μετ’ αρετής ών μεταχειρίζεται το πλήθος τό τε των βαναύσων και το των αγοραίων ανθρώπων και το θητικόν. Επίσης Πολιτ. 6, 1319β31-32: ήδιον γαρ τοις πολλοίς το ζήν ατάκτως ή το σωφρόνως. Πρβλ. Πολιτ. 7, 1328β39-1329α2.
[22] Πολιτικά 3, 1280α10-24. 5, 1301α28-36.
[23] Αθ. Πολ. 41,2. Πολιτ. 4, 1292α4-6: έτερον είδος δημοκρατίας τάλλα μεν ταυτά, κύριον δ’είναι το πλήθος και μη τον νόμον. 4, 1292α15-18: ο δ’ούν τοιούτος δήμος, άτε μόναρχος ών, ζητεί μοναρχείν δια το μή άρχεσθαι υπό νόμου, και γίνεται δεσποτικός. 4, 1292α 23-25: αίτιοι δ’εισί του είναι τα ψηφίσματα κύρια αλλά μή τους νόμους. 4, 1292α 30-32: ευλόγως δε άν δόξειεν επιτιμάν ο φάσκων την τοιαύτην είναι δημοκρατίαν ού πολιτείαν όπου γαρ μή νόμοι άρχουσιν, ούκ έστι πολιτεία. Πρβλ. 4, 1292β-1293α.
[24] 2, 1274a1κ.ε. Επίσης 3, 1279α13-15: νύν δε δια τας ωφελείας τας από των κοινών και τας εκ της αρχής βούλονται συνεχώς άρχειν. 4,1292α18-19.
[25] Αριστ. Πολιτ. 3, 1279α21-23
[26] Αριστ. Πολιτ. 3, 1279α21-23. 2, 1266α1-3: εν δε τοις νόμοις [του Πλάτωνος] είρηται τούτοις ως δέον συγκείσθαι την αρίστην πολιτείαν εκ δημοκρατίας και τυραννίδος, άς ή το παράπαν ούκ άν θείη τις πολιτείας ή χειρίστας πασών. Σημειωτέον ότι αν και η τυραννίς είναι εκ των χειρίστων πολιτειών εν τούτοις ο Αριστοτέλης προτείνει με άψογο ρεαλιστικό και απολύτως μη ηθικό τρόπο μέτρα και συμβουλές για την σωτηρία της και την διατήρησή της. Αυτό γίνεται «ψυχρά» και «θετικά» στο ενδέκατο κεφάλαιο του Πέμπτου βιβλίου των Πολιτικών, και όχι στο Εκτο βιβλίο όπως αναφέρει ο Καστοριάδης στα Σταυροδρόμια του Λαβυρίνθου, σ. 335, σημ. 24.
[27] D. Whitehead “A tale of two politeiai”, in Aristote et Athenes (ed. P. Pierart), Paris 1993, p. 25 sq. Αντίθετη άποψη έχει ο P.J.Rhodes in Aristotle The Athenian constitution, p.18.
[28] βλ. “introduction” in Aristote Constitution d’ Athenes, CUF, Paris 1985, p. XII sqv. Επίσης Kurt von Fritz – Ernst Kapp, Aristotle’s constitution of Athens and related texts, New York 1950, p. 30.
[29] Αριστ. Αθ. Πολιτ. 26,1: μετά δε ταύτα συνέβαινεν ανίεσθαι μάλλον την πολιτείαν δια τους προθύμως δημαγωγούντας.
[30] Αριστ. Αθ. Πολιτ. 26,2: τα μεν ούν άλλα πάντα διώκουν ουχ ομοίως και πρότερον τοις νόμοις προσέχοντες.
[31] Αριστ. Αθ. Πολ. 26,1. 28.
[32] Αριστ. Αθ. Πολιτ. 28,3. 34,1.
[33] Αριστ. Αθ. Πολιτ. 5-12. Στο 11 γράφει χρακτηριστικά: …σώσας την πατρίδα και τα βέλτιστα νομοθετήσας.
[34] Burdeau , "La constitution d' Athenes", in M.A. Sinaceur, Aristote aujourd’ hui, σ. 346.
[35] Ολιγαρχίαν τε γαρ καταλύσαι λίαν άκρατον ούσαν, και δουλεύοντα τον δήμον παύσαι, και δημοκρατίαν καταστήσαι την πάτριον, μείξαντα καλως την πολιτείαν. είναι γαρ την μεν Αρείω πάγω βουλήν ολιγαρχικόν, το δε τας αρχάς αιρετάς αριστοκρατικον, τα δε δικαστήρια δημοτικόν (2, 1273β 36-41).
[36] Αριστ. Πολιτικά 2, 1274α15-21.
[37] Βλ. προηγουμένως σημ. 35 και 36.
[38] H ύπαρξη της μεσαίας τάξεως αποτυπώνεται μεταξύ άλλων και στην ποίηση των Θεογνιδείων, στην οποία συναντάμε την ιδεολογική σύγκρουση μεταξύ των ευγενών και της ανερχόμενης μεσαίας τάξεως. Για μία συζήτηση για τα προβλήματα της μεσαίας τάξεως στην εποχή του Σόλωνος βλ. Δ. Κυρτάτα, «Ιστορικές πηγές και θεωρητικά συμπεράσματα», Κατακτώντας την αρχαιότητα, Πόλις, Αθήνα, 2002, σσ. 133-147.
[39] Αριστ. Αθ. Πολτ. 28, 32, 33, 36.
[40] Εν συγκρίσει προς τον Κριτία ο Θηραμένης δύναται βεβαίως να χαρακτηρισθεί μετριοπαθής και γι αυτό και θανατώθηκε από αυτόν.
[41]Πολιτικά 4, 1293β33-34. Και όχι μίξις δημοκρατίας και αριστοκρατίας όπως αναφέρει ο Καστοριάδης («Αξία, ισότητα, δικαιοσύνη…», Σταυροδρόμια του Λαβυρίνθου, όπ. π., σ. 333, σημ. 23). Βεβαίως η ολιγαρχία είναι παρέκβαση της αριστοκρατίας αλλά ο Αριστοτέλης εδω αναφέρεται σαφώς στην ολιγαρχία.
[42] Πολιτ. 4, 1294β 1-5
[43]Ανεφέρθη ήδη στο πρώτο μέρος πιο πάνω. Βλ και Πολιτικά 6, 1319α 24-30.
[44] Πολιτ. 4, 1294β 6-13. Είναι εδεικτικο ότι ο τροπος αυτος χαρακτηρίζεται στο ίδιο χωρίο και ως αριστοκρατικος.

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Νέο έγκλημα σε βάρος των ασφαλιστικών ταμείων ετοιμάζει η κυβέρνηση



Συνάντηση με εκπροσώπους των τραπεζών θα έχει αύριο Πέμπτη ο υπουργός Οικονομικών μετά και τη σημερινή συνέντευξη τύπου για τα αποτελέσματα του Γιουρογκρουπ. Αντικείμενο της συνάντησης το σχέδιο επαναγοράς ομολόγων , στο όνομα του οποίου η κυβέρνηση ετοιμάζει νέο έγκλημα σε βάρος των ταμείων ενώ σύμφωνα με πληροφορίες η Ένωση Τραπεζών θα προσέλθει με ολοκληρωμένη πρόταση.
Όπως δήλωσε σήμερα ο υπουργός Οικονομικών, η κυβέρνηση προωθεί τη συμμετοχή τραπεζών και ταμείων στην επαναγορά του χρέους, κάτι που πρακτικά θα σημάνει τον μηδενισμό, των όποιων αποθεματικών έχουν απομείνει στα ασφαλιστικά ταμεία. Για μία ακόμη φορά οι συνεισφορές εκατομμυρίων εργαζομένων, προσφέρονται βορά στα άγρια κερδοσκοπικά παιγνίδια που εξελίσσονται με επίκεντρο το κρατικό χρέος, με οδυνηρές συνέπειες για ό,τι έχει εναπομείνει από το δημόσιο ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό σύστημα.
Οι παραινέσεις Στουρνάρα κινήθηκαν στα γνωστά μονοπάτια των εκβιαστικών διλημμάτων που έθετε και ο Βενιζέλος, με στόχο να επιτύχει τη συμμετοχή των ασφαλιστικών ταμείων στο «κούρεμα» του κρατικού χρέους, με τις γνωστές μετέπειτα δραματικές συνέπειες. Στην περίπτωση της επαναγοράς του χρέους, καλούνται οι κάτοχοι «κουρεμένων» κρατικών ομολόγων, να τα πουλήσουν στο ελληνικό δημόσιο, περίπου στο 33% της ονομαστικής αξίας που απέκτησαν κατά το «κούρεμα» του προηγούμενου Φλεβάρη. Η μπίζνα, δηλαδή που αποφασίστηκε στο Γιούρογκρουπ και από την οποία κάποια αρπακτικά των αγορών ομολογιακών τίτλων θα κερδίσουν αρκετά δισ., προβλέπει ότι για το 46,5% των ομολόγων που «γλίτωσαν» από το αρχικό «κούρεμα», θα δοθεί το 30% της αξίας τους. Στην πράξη, αν κάποιο ασφαλιστικό ταμείο διέθετε ομόλογα αξίας 100 εκατομμυρίων ευρώ, από το κούρεμα του Φλεβάρη του απέμειναν 46,5 εκ., τα οποία καλούνται τώρα να συμψηφίσουν με ...13,9 εκ. ευρώ.
Ο υπουργός επιχείρησε να προσδώσει δραματικούς τόνους, φτάνοντας στο σημείο να επικαλεστεί μέχρι και το...πατριωτικό καθήκον! Προφανώς το άγριο κερδοσκοπικό παιγνίδι που εξελίσσεται τους τελευταίους 3 μήνες με επίκεντρο τα ελληνικά κρατικά ομόλογα από τα ξένα κερδοσκοπικά κεφάλαια, κατά τον υπουργό Οικονομικών έχει πατριωτικά κίνητρα.
Κατά τα άλλα, ο Γ. Στουρνάρας περιέγραψε ένα σχέδιο- εφιάλτη για τους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα της χώρας, πρόγραμμα που χρονικά επεκτείνεται μέχρι το 2040. Η άμεση προώθηση των αντιδραστικών αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων, η ιδιωτικοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου και η ολοκληρωτική ακύρωση κάθε κοινωνικού χαρακτήρα που μπορεί να υπάρχει ακόμα σε τομείς όπως η Υγεία και η Παιδεία, αποτελούν πλέον τις άμεσες προτεραιότητες της κυβέρνησης, με τραγικές συνέπειες για την ζωή του λαού.

Αναδημοσίευση από το 902
 

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

Κάντε το παιδί σας αισιόδοξο Posted by positivus under ψυχολογία| Ετικέτες: , , |
Leave a Comment
i
Rate This

Quantcast

Τα νέα που ακούγονται τον τελευταίο καιρό στις ειδήσεις, στον δρόμο ή μεταξύ φίλων, δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Φανταστείτε πώς ηχούν όλα αυτά στα αυτιά ενός μικρού παιδιού, που αναγκάζεται να βιώνει και να εισπράττει τα «ενήλικα» προβλήματα των γονιών του σε μία αγνή ηλικία που δεν γνωρίζει από κρίσεις, διαφθορές και απολύσεις…
HappyKids2 Διαβάστε τις συμβουλές που ακολουθούν και προστατεύστε το παιδί σας από τις αρνητικές σκέψεις, κάνοντάς το να βλέπει το ποτήρι (μισο)γεμάτο.

Γιατί πρέπει να μεγαλώνουμε αισιόδοξα παιδιά;
Το χαμόγελο και η αισιοδοξία είναι αποδεδειγμένα τα καλύτερα εφόδια για να ξεφύγουμε από τις μαύρες σκέψεις σε δύσκολους καιρούς και όχι μόνο: Η αισιοδοξία είναι μία «αρετή» που όλα τα παιδιά μπορούν να διδαχθούν. Όταν ένα παιδί βλέπει με πιο χαρούμενη διάθεση τον κόσμο, μπορεί να λύσει πιο εύκολα προβλήματα, να θέσει στόχους και να αποκτήσει αυτοπεποίθηση.
Συγκεκριμένα, ένα αισιόδοξο παιδί έχει περισσότερα κίνητρα, διάθεση και αίσθηση ελέγχου για να αντιμετωπίζει την καθημερινότητα. Παράλληλα, έχει διαπιστωθεί πως τα αισιόδοξα παιδιά αποδίδουν καλύτερα στο σχολείο και έχουν καλή φυσική κατάσταση. Αντίθετα, όταν ένα παιδί μαθαίνει να βλέπει το ποτήρι… μισοάδειο, είναι πιθανότερο να νιώθει άγχος, να φοβάται ότι δεν θα πετύχει και να βιώσει κατάθλιψη κάποια στιγμή στην ζωή του.
 
Πώς θα κάνουμε τα παιδιά μας πιο αισιόδοξα;
Ακολουθήστε τα παρακάτω απλά tips και κάντε την ημέρα του παιδιού σας… λίγο πιο φωτεινή. Σημείωση: η αισιοδοξία και η θετική στάση στην ζωή δεν «διδάσκεται» σε μία νύχτα, γι’ αυτό χρειάζεται οι παρακάτω πρακτικές να σας γίνουν ευχάριστη συνήθεια.
● Μάθετέ τα παιδιά σας να εστιάζουν στις επιτυχίες τους. Μπορείτε να τους αναθέσετε απλές «αποστολές» και επιβραβεύστε τα με θετικά σχόλια όταν το πετύχουν.
● Όταν επιτυγχάνουν σε κάτι, επαινέστε όχι την επιτυχία, αλλά την πράξη τους που την προκάλεσε, π.χ. το σωστό διάβασμα για έναν καλό βαθμό. Ο έπαινος οδηγεί σε αυτοπεποίθηση και η αυτοπεποίθηση σε αυξημένη αισιοδοξία του παιδιού σας. Δεν πρέπει όμως να επικροτείτε κάθε πράξη τους, ακόμη κι αυτές που δεν κρίνετε σωστές. Τα παιδιά αντιλαμβάνονται πότε τα θετικά σχόλια έχουν αντίκρισμα.
● Δείτε την φωτεινή πλευρά της ζωής. Αυτό σημαίνει πως, ως το κυριότερο πρότυπο του παιδιού σας, πρέπει εσείς να δώσετε το καλό παράδειγμα και να είστε αισιόδοξοι. Εφαρμόστε το και στην δική τους καθημερινότητα, ακόμη και στις απλούστερες καταστάσεις. Όταν βρέχει και δεν μπορούν να παίξουν έξω, αντί να τα αφήσετε να κατσουφιάσουν, προτείνετέ τους να εκμεταλλευτούν τις δραστηριότητες εντός σπιτιού, όπως επιτραπέζια παιχνίδια, μπισκότα και ένα καλό παιδικό βιβλίο ή παιδικές ταινίες.
 
● Χρησιμοποιήστε θετικά φορτισμένες λέξεις. Ο αισιόδοξος λόγος μεταφέρει αισιόδοξη διάθεση και το χαμόγελο γίνεται πιο εύκολη συνήθεια.
● Αντίθετα, ποτέ μην χρησιμοποιείτε αρνητικές «ταμπέλες», ιδιαίτερα όταν αφορούν το ίδιο το παιδί. Όταν χαρακτηρίζετε το παιδί σας «πολύ ντροπαλό», «άτακτο» κλπ, το πιο πιθανό είναι να εκπληρώσει την «ετικέτα» που του βάλατε. Αρκεστείτε στο να διορθώνετε την κακή συμπεριφορά χωρίς χαρακτηρισμούς.
 
● Ακόμη και στις δυσκολίες, όπως μια άσχημη οικογενειακή κατάσταση, μία απόλυση, μία συνθήκη πένθους, προσπαθήστε να δείξετε την ψυχραιμία σας και να δείξετε στο παιδί σας ότι όλα αντιμετωπίζονται. Πολλά δυσάρεστα πράγματα μπορούν να συμβούν, αλλά με μια θετική στάση απέναντί τους, όλα ξεπερνιούνται πιο εύκολα.
● Όταν το παιδί σας νιώθει εκνευρισμό ή απογοήτευση, για παράδειγμα για μια πιθανή αποτυχία στο σχολείο, κάντε του ερωτήσεις που δεν περιέχουν επικριτική διάθεση, αλλά θα το βοηθήσει να βρει την πηγή του προβλήματος μόνο του, απαντώντας απλώς στην ερώτησή σας. Επίσης, βοηθήστε τα παιδιά σας να αφήσουν το λάθος πίσω με φράσεις όπως «Την επόμενη φορά θα τα πας πολύ καλύτερα» ή «Ίσως ήταν απλώς μια κακή μέρα».
 
● Μην πιέζετε τα παιδιά σας να ακολουθήσουν δραστηριότητες που αρέσουν σε εσάς αλλά δεν εκφράζουν τα ίδια. Αν για παράδειγμα ονειρεύεστε να δείτε το παιδί σας να παίζει τέλεια ένα μουσικό όργανο, ενώ εκείνο αγαπά τον αθλητισμό, τα μαθήματα πιάνου το πιθανότερο είναι να αποτύχουν και το παιδί να απογοητευτεί και να νιώθει αδιαφορία. Σεβαστείτε την προσωπικότητα του παιδιού σας.
 
● Γελάστε άφοβα! Και φυσικά, αφήστε το παιδί σας να κάνει το ίδιο.

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

Τέχνη και («άυλη») εργασία



Παρέμβαση στη συζήτηση «Οι καλλιτέχνες ως εργαζόμενοι» που πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010 στην ΑΣΚΤ, στο πλαίσιο του 3ου Φεστιβάλ «Τέχνη εν κινήσει».

Ο Βάγκνερ ισχυριζόταν κάποτε ότι η «αληθινή τέχνη και μουσική είναι ασύμβατες με τον καπιταλισμό».
Αν και σε πολλούς από εμάς ένας τέτοιος ρομαντικός αφορισμός ηχεί παράδοξα οικείος, καθώς έχει βαθιές ρίζες στις αστικές ιδεοληψίες μας, η αλήθεια είναι πως στην πραγματικότητα όλοι ξέρουμε ότι οι εξελίξεις τον έχουν οικτρά διαψεύσει, σε βαθμό που σήμερα να ηχεί στ' αυτιά μας περισσότερο σαν ρομαντική αφέλεια παρά σαν ηθική προτροπή που θέτει το ζήτημα της χειραφέτησης της τέχνης.
Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία της μοντέρνας και της σύγχρονης τέχνης προκειμένου να επιβεβαιώσουμε την υποψία μας πως ο καπιταλισμός και η τέχνη μοιράζονται το ίδιο πάθος για τη δημιουργικότητα και την καινοτομία. Και πως, παρά τις συνεχείς εντάσεις στη σχέση τους και την τάση αλληλοκτονίας που φαινομενικά επιδεικνύουν, ούτε ο καπιταλισμός ούτε η τέχνη θα ήταν ό,τι είναι χωρίς να αναζωογονούνται διαρκώς από την αμφίδρομη αυτή σχέση. Υπόσχονται άλλωστε και οι δυο την ευτυχία. Και οι δύο προσπάθησαν να χειραφετήσουν το άτομο από τους προ-νεωτερικούς περιορισμούς, καταστρέφοντας κάθε παραδοσιακή κοινωνική μορφή και σχέση με τον κόσμο και τη φύση...

Έτσι λοιπόν, ακόμα και η απεγνωσμένη απόπειρα των καλλιτεχνικών πρωτοποριών να απαγκιστρώσουν την τέχνη από την εμπορευματική σχέση στην οποία ο καπιταλισμός ενσωματώνει κάθε κοινωνική σχέση λειτούργησε πίσω από την πλάτη τους μετατρεπόμενη σε κατάφoρη επιβεβαίωση αυτής της σχέσης. Δείτε πόσο αξίζει σήμερα ένα έργο της Ρωσικής πρωτοπορίας ή πώς έχει ενσωματωθεί πλήρως στη γλώσσα της διαφήμισης και του μάρκετινγκ η ρητορική των Καταστασιακών για την «πειραματική κατασκευή της καθημερινής ζωής», την «ανάπτυξη του δημιουργικού πνεύματος», τη «δημιουργία περιβαλλόντων» και την «κατασκευή του εαυτού».

Η ιδεαλιστική εμμονή πολλών από εμάς να βλέπουμε μέχρι σήμερα την τέχνη και τον καπιταλισμό ως ασύμβατες έννοιες δεν απηχεί τίποτ’ άλλο παρά τη σχιζοειδή αντίληψή μας για τη σημασία και τη λειτουργία της τέχνης μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Με άλλα λόγια, την άρνησή μας να αποδεχτούμε τον φετιχιστικό ρόλο της τέχνης στη συμβολική οικονομία και τη σχέση της με την πολιτική οικονομία, ενώ ταυτοχρόνως συνεχίζουμε απεγνωσμένα να προβάλουμε σε αυτήν την επιθυμία απελευθέρωσής μας από την καπιταλιστική σχέση της ανταλλακτικής αξίας.

Στο πλαίσιο μιας κραταιής, από τα τέλη του 18ου αιώνα έως τις μέρες μας, ιδεολογικής κατασκευής, η τέχνη θεωρείται «αυτόνομη». Έχει ενδιαφέρον να δούμε πότε και πώς απέκτησε η τέχνη αυτή την «αυτονομία» που της αποδίδουμε ακόμα και σήμερα. Όπως ισχυρίζεται ο Τέρι Ήγκλετον, η τέχνη «έγινε, περιέργως, αυτόνομη με την ένταξή της στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Όταν η τέχνη αποτελεί εμπόρευμα, απελευθερώνεται από τις παραδοσιακές κοινωνικές λειτουργίες της στα πλαίσια της Εκκλησίας, του Νόμου και του Κράτους, και γνωρίζει την ανώνυμη ελευθερία της αγοράς. Τώρα υπάρχει, όχι για κάποιο συγκεκριμένο κοινό, αλλά για οποιονδήποτε μπορεί να την εκτιμήσει, αλλά και να την αγοράσει. Στον βαθμό λοιπόν που η ύπαρξή της δεν εξυπηρετεί κάτι ή κάποιον συγκεκριμένα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει για τον εαυτό της. Είναι "ανεξάρτητη", γιατί έχει απορροφηθεί από την παραγωγή αγαθών».

Παρότι όμως η τέχνη απορροφάται από την παραγωγή αγαθών, η «ανεξαρτησία» της έχει αποκτήσει στο ιδεολογικό και συμβολικό επίπεδο μια ιδιαίτερη σημασία. Για την αστική κουλτούρα πρέπει να είναι ανεξάρτητη διότι είναι ο προνομιακός χώρος του διαχωρισμένου αισθητικού, όπου η ανθρώπινη έκφραση παραμένει ελεύθερη από τον καταναγκασμό ώστε να υπηρετεί την ομορφιά και τη χαμένη ενότητα αντικειμένου-υποκειμένου. Για την επαναστατική κουλτούρα, είναι ο προνομιακός χώρος όπου ριζώνει η αντίσταση στην αλλοτρίωση, η δυνάμει μήτρα της χειραφέτησης από τον καταναγκασμό και την υπαγωγή της ύπαρξης στον άτεγκτο νόμο της αξίας στο πλαίσιο του καπιταλισμού.

Και στις δύο περιπτώσεις, η τέχνη εκλαμβάνεται ως να λειτουργεί οιωνεί λυτρωτικά, αποφορτίζοντας την ανθρώπινη αγωνία της αλλοτρίωσης και της υποταγής στους κοινωνικούς όρους της εκμετάλλευσης των ανθρώπινων παραγωγικών ικανοτήτων. Η αφηρημένη αυτή λειτουργία της τέχνης μέσα στις καθαρά υλιστικές συνθήκες της εμπορευματικής παραγωγής αποκτά τη δυναμική θεμελιώδους διαχωρισμού, διαχωρίζοντας την ετερόνομη εργασία (δουλειά), που επιβάλλεται από την ανάγκη, από την αυτόνομη καλλιτεχνική ενασχόληση (δημιουργία), που είναι μια υψηλή μορφή ανθρώπινης επικοινωνίας και έκφρασης.

Αυτός ο διαχωρισμός αναπόφευκτα οριοθετεί ένα «έξω», ένα καταφύγιο μη ανταγωνιστικής, ανιδιοτελούς (με οικονομικούς όρους) δραστηριότητας, όπου οι αξίες είναι εξατομικευμένες στον υπέρτατο βαθμό (η ιδιοφυία, το ταλέντο, το χάρισμα κ.λπ.) και επανέρχονται στον κοινωνικό στίβο οριζόμενες από την αντίθεσή τους (μοναδικότητα, σπάνις, κ.λπ.) προς το τυποποιημένο και μαζικό προϊόν-εμπόρευμα ως απελευθερωμένες (ή δυνάμει απελευθερωτικές) μορφές του ανθρώπινου ποιείν/πράττειν.

Αυτός ο διαχωρισμός τοποθετεί σε έναν βαθμό σαν εξαίρεση τα άτομα στα οποία αποδίδονται ιδιαίτερες «δημιουργικές» ικανότητες, τους καλλιτέχνες, από τον καταναγκασμό της εργασίας ως μέσου για την επιβίωση. Τοποθετεί τη δραστηριότητά τους, την καλλιτεχνική πράξη, εκτός παραγωγικής διαδικασίας, καλλιεργώντας έτσι τον διαχωρισμό μεταξύ εκείνων που είναι ελεύθεροι να σκέφτονται και να δημιουργούν κι εκείνων που είναι καταδικασμένοι απλώς να δουλεύουν για να αναπαραχθούν.

Ενώ όμως προσλαμβάνεται ως «εξαίρεση», η καλλιτεχνική δραστηριότητα στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια μορφή εργασίας αν και αποτελεί ταυτοχρόνως και μια ιδιαίτερη μεσολάβηση των κοινωνικών σχέσεων που δημιουργούν οι ιστορικά συγκεκριμένες παραγωγικές συνθήκες.
Αυτή η αντίφαση δεν διέφυγε από τη διορατικότητα του Μαρξ, ο οποίος είχε επισημάνει ότι: «Ο συγγραφέας είναι παραγωγικά εργαζόμενος καθόσον παράγει ιδέες, αλλά από τη στιγμή που πλουτίζει τον εκδότη που εκδίδει το έργο του, είναι ένας μισθωτός εργαζόμενος για τον καπιταλιστή».

Όπως κάθε αξία χρήσης στον καπιταλισμό, η μοίρα των προϊόντων της καλλιτεχνικής εργασίας, δηλαδή των διακριτών «έργων τέχνης», είναι να εκφράζουν και μια ανταλλακτική αξία, γεγονός που τα τοποθετεί αυτομάτως στην τάξη των εμπορευμάτων. Άρα τα καθιστά αντικειμενοποιημένες μορφές της αφηρημένης αξίας.

Το έργο τέχνης, σε κάθε μορφή του, διαφέρει από το εμπόρευμα στο βαθμό που εμπεριέχει τον προσδιορισμό της αξίας του με όρους που φαινομενικά δεν υπόκεινται στον τυπικό «νόμο της αξίας». Δηλαδή, η αξία του δεν καθορίζεται με βάση τη δαπάνη χρόνου και την κατανάλωση εργατικής δύναμης, ως αφηρημένης εργασίας που παράγει αξίες με τη μορφή εμπορευμάτων, αλλά στην υποτιθέμενη ιδιότητά του να αποκτά αξία βάσει πολιτιστικά διαμορφωμένων και θεσμικά κατοχυρωμένων αισθητικών κριτηρίων που ουδεμία πραγματική σχέση έχουν με την εμπορευματική οικονομία.

Το έργο τέχνης καθίσταται έτσι, από τη μια, η άρνηση του εμπορεύματος, από την άλλη, όμως, καθίσταται ταυτοχρόνως και μια επιβεβαίωση της κυριαρχίας του εμπορεύματος, με την έννοια ότι, στο πλαίσιο του πολιτισμού μας, ανάγεται σε απόλυτο φετίχ, τόσο στο υλικό επίπεδο, ως μορφή, όσο και στο συμβολικό επίπεδο, ως περιεχόμενο. .

Αυτό που αποκαλύπτει τον ιδεολογικό χαρακτήρα της κυρίαρχης αντίληψης περί «αυτονομίας» της τέχνης είναι ο επανεντοπισμός της θέσης και του ρόλου των καλλιτεχνών στην διαδικασία παραγωγής αξίας στο πλαίσιο του ύστερου καπιταλισμού, της ευέλικτης κεφαλαιακής συσσώρευσης που αποκαλείται και «μετα-φορντισμός», καθώς και η αποσαφήνιση της σημασίας της σε αυτήν την ιστορικά καθορισμένη στιγμή εξέλιξης του καπιταλισμού.
Ισχυρίζομαι πως πρόκειται για μια αναβαθμισμένη λειτουργικά θέση σε σύγκριση με την αντίστοιχη θέση που κατείχαν οι καλλιτέχνες σε προηγούμενες εποχές και φάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Δεν είναι πλέον αποκλειστικά καθαυτή η καλλιτεχνική παραγωγή που καθιστά την καλλιτεχνική δραστηριότητα αποδοτική για το κεφάλαιο, αλλά κυρίως η ίδια η καλλιτεχνική πρακτική και τα μέσα της που αποτελούν πλέον πρότυπο αυτού που το κεφάλαιο θεωρεί «παραγωγική εργασία», αλλά και η χρήση αυτών των πρακτικών και των μέσων σε ολόκληρο το κύκλωμα αξιοποίησης της αξίας, από την παραγωγή ως την κατανάλωση.

Πρόκειται αναμφίβολα για μία αλλαγή η οποία είναι συναφής με την κρίση του φορντισμού στη σφαίρα της παραγωγής και της κυκλοφορίας του κεφαλαίου και την αντίστοιχη κρίση της ρυθμιστικής ικανότητας του κεϋνσιανισμού στη σφαίρα του κράτους, που εκτυλίχθηκε ως δομική κρίση του μεταπολεμικού μοντέλου κοινωνικής αναπαραγωγής.

Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια εποχή εντοπίζεται ιστορικά, και παράλληλα με την ήττα του εργατικού κινήματος, το «τέλος των πρωτοποριών», των καλλιτεχνικών πρακτικών που έθεταν ως στόχο τους το «ξεπέρασμα της τέχνης» ως διαχωρισμένης από την εργασία δραστηριότητας. Και αυτό συνέβη διότι, στην αναδιαρθρωμένη, τεχνολογικά αναβαθμισμένη διάχυτη διαδικασία παραγωγής ως «παραγωγική εργασία» θεωρείται πλέον η εργασία που είναι συνδεδεμένη με τη «δημιουργικότητα», το συναίσθημα, τη νοημοσύνη, τη γλώσσα και γενικότερα τις επικοινωνιακές ικανότητες του υποκειμένου.

Οι νέες μορφές καπιταλιστικής συσσώρευσης τείνουν να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση «εργασίας» και «αξίας». Η αξιοποίηση, η απόσπαση δηλαδή υπεραξίας, δεν είναι πλέον αποκλειστικά συνδεδεμένη με την υλική παραγωγική διαδικασία και την εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο, σε ένα ορθολογικά οργανωμένο σύστημα παραγωγής μέσα στο εργοστάσιο. Δεν είναι μόνο η αλλοτριωμένη εργασία του «εργάτη μάζα», ενός έμβιου εξαρτήματος της παραγωγικής μηχανής, που το κεφάλαιο χρησιμοποιεί για να διευρύνει την παραγωγή αξίας, αλλά χρησιμοποιεί πια όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες που τυπικά δεν υπάγονται στην έννοια της εργασίας, όπως η δημιουργικότητα, εκφρασμένη ως καλλιτεχνική δραστηριότητα και παιχνίδι, η γλώσσα και η επικοινωνιακή ικανότητα, η αυτοπαραγωγή, η συνεργατικότητα και η κοινωνική δικτύωση, η διαμόρφωση της ταυτότητας, κ.λπ.

Με τις αναλύσεις του ιταλικού μετα-Εργατισμού (post-operaismo) και του Αυτόνομου μαρξισμού για τη μετάβαση από το φορντιστικό καθεστώς παραγωγής στο μετα-φορντιστικό, στο «κοινωνικό εργοστάσιο», τον «κοινωνικό εργάτη» και την «άυλη εργασία» (immaterial labor), την εργασία που επενδύει τα εμπορεύματα με τη συμβολική τους σημασία, καθώς και με τις όψιμες αμερικανοτραφείς θεωρίες του ακαδημαϊκού συρμού περί της σπουδαιότητας της «δημιουργικής τάξης» (creative class) στην παραγωγή του κοινωνικού πλούτου, η διεύρυνση της έννοιας της εργασίας και η ποιοτική αναβάθμισή της ώστε να περιλαμβάνει κάθε πτυχή της ανθρώπινης υπόστασης, κρύβει κάτω από το χαλί το διευρυμένο καθεστώς εκμετάλλευσης – την αναπαραγωγή δηλαδή των παραγωγικών σχέσεων τη στιγμή που οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν υποτίθεται αποκτήσει μια νέα δυναμική κι έχουν εμπλουτιστεί με βιοπολιτικό τρόπο. Αφήνει εκτός κάδρου επίσης την εγγενή αντίφαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δηλαδή την εκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας και της συλλογικής διάνοιας από τη μια και την ολοένα μεγαλύτερη ανάγκη του να περιορίσει το κόστος παραγωγής και αναπαραγωγής τους για το κεφάλαιο.

Η τέχνη αρχίζει τις τελευταίες δεκαετίες να παίζει έναν ολοένα και πιο καίριο μεσολαβητικό ρόλο στην παραγωγή αξίας, ενώ είναι ουσιαστική πλέον η συμβολή της στην πραγματοποίηση της υπεραξίας, στις συνθήκες του αποκαλούμενου «γνωσιακού καπιταλισμού», όπου η διευρυμένη κατηγορία του «ενοικίου» εξαπλώνεται ως «παρασιτική» μορφή του κέρδους και ως αντίρροπος μηχανισμός στην πτωτική τάση του κέρδους. Το ενοίκιο (μίσθιο - rent), ως μορφή πραγματοποίησης της υπεραξίας, διευρύνεται ώστε να συμπεριλάβει, εκτός της έγγειας ιδιοκτησίας που αποφέρει έσοδα από μισθώματα, και την πνευματική, καλλιτεχνική, και «μονοπωλιακή» ιδιοκτησία του «αυτόνομου» έργου τέχνης. Όπως στην πρώτη περίπτωση το κεφάλαιο εκμεταλλεύεται τη γη μέσω της ιδιοποίησής της έτσι και στη δεύτερη εκμεταλλεύεται το συλλογικά παραγόμενο άυλο κεφάλαιο, πολιτιστικό ή γνωσιακό, το οποίο ιδιοποιείται ελέγχοντας πλήρως την αξιοποίηση και τη διανομή του.

Η καλλιτεχνική δραστηριότητα, από τη σκοπιά του κεφαλαίου, δεν ενδιαφέρει πλέον τόσο γι' αυτό καθαυτό το προϊόν της παραγωγής της, τα έργα τέχνης ως διακριτά προϊόντα-εμπορεύματα δηλαδή, ακόμα κι αν είναι στο πεδίο της αγορά που εν πολλοίς καθορίζονται οι αξίες, όσο για την «επιτελεστικότητά» της, δηλαδή τις διαδικασίες οργάνωσης της διακίνησης, διανομής και κατανάλωσής τους, τη συμβολή τους στη συσσώρευση πολιτιστικού κεφαλαίου που μπορεί να πουληθεί με τη μορφή πνευματικών δικαιωμάτων και στη δημιουργία δικτύων συνεργασίας που εξασφαλίζουν κυκλώματα διανομής και κατανάλωσης, ανατροφοδοτώντας συνεχώς την παραγωγή με τη, συνήθως άμισθη, δημιουργική συμβολή των συμμετεχόντων.

Τώρα δεν έχει πια σημασία μόνο το γεγονός ότι στην τέχνη το υποκείμενο είναι η κύρια παραγωγική δύναμη –όπως έλεγε ο Αντόρνο–, αυτό συμβαίνει άλλωστε και στην υλική παραγωγή με τη ζωντανή εργασία, φορέας της οποίας είναι το υποκείμενο-εργάτης, αλλά ότι εμπλέκεται ολόκληρη η υπόσταση του υποκειμένου, η ίδια δηλαδή η υποκειμενικότητα εν συνόλω.

Με την υποκειμενικότητα να γίνεται η κατ' εξοχήν παραγωγική μηχανή, το «συναίσθημα», η «διάνοια» και η «δημιουργικότητα» είναι τα «μέσα παραγωγής», ενσωματωμένα στο και αδιαχώριστα από το υποκείμενο-φορέα της εργασιακής δύναμης και την επιθυμία του για «αυτο-έκφραση», «αυτο-καθορισμό» και «αυτο-ποίηση». Στην πραγματικότητα δηλαδή είναι η έννοια της εργατικής δύναμης του υποκειμένου που έχει διευρυνθεί ώστε να περιλαμβάνει περισσότερες πτυχές της ζωντανής έκφρασης.

Οι υπ' αυτή την έννοια αναβαθμισμένες δυνάμεις της παραγωγής παραμένουν ωστόσο εγκλωβισμένες στις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις. Η ποιοτική αναβάθμιση συνεχίζει να καθορίζεται με τα ποσοτικά κριτήρια της αξίας.

Δεν είναι λοιπόν μόνο η διάχυση της παραγωγής αξίας στο «κοινωνικό εργοστάσιο», είναι και η οργάνωση των ιδιαίτερων συνθηκών που απαιτεί η παραγωγής και η κατανάλωση της τέχνης με τη μορφή της βιομηχανίας και η πλήρης υπαγωγή των ζωικών δυνάμεων (animal spirits), και όχι μόνο της εργατικής δύναμης, στην αξιοποίηση της αξίας.

Η οικονομική ανάπτυξη των απο-βιομηχανοποιημένων κρατικών σχηματισμών βασίζεται ολοένα και περισσότερο στις «δημιουργικές βιομηχανίες», σε ό,τι ο Τόνι Μπλερ όρισε, ήδη από τη δεκαετία του ’90, χαράσσοντας τη νέα εθνική οικονομική πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας, ως «τις βιομηχανίες εκείνες που έχουν τις ρίζες τους στην ατομική δημιουργικότητα, ικανότητα και ταλέντο και που ενέχουν τη δυνατότητα για παραγωγή πλούτου και δημιουργία θέσεων εργασίας μέσω της παραγωγής και της εκμετάλλευσης της πνευματικής ιδιοκτησίας». Η γενιά των YBA, των Young British Artists, επιβεβαίωσε την πολιτική του με τον πλέον αποδοτικό τρόπο.

Οι μέχρι πρότινος θεωρούμενοι «αυτόνομοι» καλλιτεχνικοί τομείς, όπως είναι ας πούμε ο τομέας των εικαστικών τεχνών, ενσωματώνονται με ταχείς ρυθμούς στη «δημιουργική βιομηχανία». Αυτό επιβεβαιώνεται από την σταθερή αύξηση του παραγωγικού δυναμικού, την ορθολογική οργάνωση της διακίνησης και τη σημασία της μαζικής κατανάλωσης του καλλιτεχνικού έργου μέσα σε ένα πλήρως αισθητικοποιημένο και εμπορευματοποιημένο περιβάλλον. Η «άυλη εργασία» είναι έτσι εξίσου εκμεταλλεύσιμη με την υλική εργασία στο εργοστάσιο.

Η «πραγμάτωση της τέχνης στην καθημερινή ζωή» που επεδίωξαν με τη θεωρία, τη δράση και το έργο τους οι Καταστασιακοί έχει πλέον υλοποιηθεί με τον πιο σαφή τρόπο, αν και αυτό έγινε με τους όρους του κεφαλαίου.

Υπάρχει όμως και μια άλλη, ίσως πιο καίρια διάσταση σε όλα αυτά, που στις σημερινές συνθήκες αποθέωσης του «άυλου» (από τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα έως τη «δημιουργικότητα») παραμένει στο ημίφως. Η πραγματοποίηση της υπεραξίας, η μετατροπή δηλαδή σε χρήμα της αποσπασμένης υπεραξίας στον τομέα της παραγωγής στον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα, είναι η διαδικασία που συνδέει άμεσα το «άυλο» με το υλικό. Συνδέει δηλαδή τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα με τη μελλοντική υλική παραγωγή και την αφηρημένη καλλιτεχνική δραστηριότητα με την αξία της ακίνητης περιουσίας.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα το οποίο μπορεί να φωτίσει τους μηχανισμούς μετατροπής του «άυλου» σε απτό κέρδος, σε χρήμα, είναι η διαδικασία του αστικού «εξευγενισμού» (gentrification), όπου γίνεται φανερός ο καταλυτικός ρόλος της τέχνης και των καλλιτεχνών στην αξιοποίηση του κεφαλαίου που επενδύεται στην αγορά ακινήτων.

Δεν θα επεκταθώ γύρω από αυτό το θέμα, αν και το θεωρώ σημαντικό για όσα συζητάμε εδώ. Θα παραπέμψω όσες και όσους ενδιαφέρονται να δουν πώς λειτουργεί στην πράξη στη γνωστή πλέον περίπτωση του Κεραμεικού-Μεταξουργείου και σε όσα διαμείβονται στην περιοχή αυτή τα τελευταία 4-5 χρόνια. Έχουν ειπωθεί πολλά για τη συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ γενικότερα το θέμα του «εξευγενισμού» και η σχέση του με την τέχνη και τους καλλιτέχνες έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών μελετών από διάφορες οπτικές γωνίες τις τελευταίες δεκαετίες, και μια στοιχειώδης έρευνα στο διαδίκτυο θα δώσει στον οποιονδήποτε τη δυνατότητα να ενημερωθεί και να βγάλει τα δικά της/του συμπεράσματα.

Συγχωρήστε με που θα κλείσω απαισιόδοξα ετούτη την παρέμβαση, αλλά ειλικρινά δεν βλέπω πώς, υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι καλλιτέχνες θα μπορούσαν να αντισταθούν. Πώς θα μπορούσαν να βραχυκυκλώσουν το κύκλωμα παραγωγής-διακίνησης-κατανάλωσης, στο οποίο διαδραματίζουν έναν σημαντικό ρόλο, χωρίς ταυτοχρόνως να αυτοακυρωθούν, χάνοντας την ταυτότητά τους.

Οι εργαζόμενοι σε καθεστώς μισθωτής σχέσης, οι οποίοι πουλάνε το εμπόρευμα εργατική δύναμη, απεργούν, σαμποτάρουν, κάνουν καταλήψεις του εργασιακού χώρου, δείχνουν ανυπακοή στις επιταγές της εργοδοσίας, κάνουν κοπάνα, μειώνουν εσκεμμένα την παραγωγικότητά τους, κ.λπ. Η εργασία γι’ αυτούς είναι μια αναγκαία συνθήκη και όχι ο τρόπος τους να υπάρχουν. Εκ των πραγμάτων, κάθε αντίδρασή τους υπονομεύει την καπιταλιστική σχέση αφού θέτει σε κρίση τους όρους με την οποία αυτή συγκροτείται μέσα από την αντιπαράθεση εργασίας-κεφαλαίου. Αυτή είναι η δική τους έμπρακτη κριτική στην καπιταλιστική σχέση.

Πώς μπορεί ο καλλιτέχνης να κάνει κάτι ανάλογο από τη στιγμή που η εργασία του, η καλλιτεχνική πράξη, ταυτίζεται με ολόκληρη την υπόστασή του;

Δεν έχει καμία σημασία λοιπόν το ερώτημα κατά πόσο οι καλλιτέχνες είναι ή όχι εργαζόμενοι (πόσο μάλλον εργάτες), από τη στιγμή που η εκμετάλλευσή τους δεν αφορά μόνο την καλλιτεχνική εργασία τους και το προϊόν της, αλλά ολόκληρη την υπόστασή τους ως δρώντα υποκείμενα.

Εγκλωβισμένοι σε αυτό το «οντολογικό» αδιέξοδο και όντας υποχρεωμένοι να προσπαθούν να επιβιώσουν ως «ελεύθεροι παραγωγοί» σε ένα αμιγώς ανταγωνιστικό περιβάλλον που κυριαρχείται πλήρως από την αξία, οι καλλιτέχνες συνήθως αποφεύγουν να εντοπίσουν στις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις την αντίφαση της θέσης τους και εστιάζουν τις όποιες αντιδράσεις τους ενάντια στην «κυρίαρχη κουλτούρα», στους «θεσμούς», στα «κυκλώματα» και τους «παράγοντες της αγοράς», στις μορφές δηλαδή που παίρνουν αυτές οι σχέσεις και όχι στις ίδιες τις συνθήκες που τις παράγουν και τις επιβάλουν στα άτομα και την κοινωνία.

Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι επαναστατική μια κριτική στάση που υιοθετείται μέσα στο πλαίσιο των καλλιτεχνικών θεσμών, ούτε ο φενακισμός που αποκαλείται «πολιτική τέχνη» θέτοντας ως επιδίωξή της, στη μεν απλοϊκή μορφή της να «καταγγείλει», στη δε στοχαστική μορφή της να παρέμβει στην ίδια την οντότητα του πολιτικού. Ακόμα και ο ενεργός ρόλος τους στον κατά Ranciere «μερισμό του αισθητικού» που συμβάλει στη δημιουργία τόπων ανάδυσης του πολιτικού, έχει ενσωματωθεί ως παραγωγική διαδικασία υποκειμένων μέσα στο θέαμα της πολιτικής της ταυτότητας.

Είναι για μένα δεδομένο πως μόνο στο πλαίσιο ενός ευρύτερου αντι-καπιταλιστικού κινήματος που συγκροτείται με ταξικούς όρους είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί η όποια δυνατότητα έχουμε ως υποκείμενα, είτε αποκαλούμαστε καλλιτέχνες είτε απλώς εργαζόμενοι, να απελευθερώσουμε την ανθρώπινη δημιουργικότητα από την υπαγωγή της στην διευρυμένη αξιοποίηση της αξίας και από τον φετιχισμό του εμπορεύματος οργανωμένου ως θέαμα. Και αυτό μπορούμε να το καταφέρουμε μόνο αν η παραγωγική μας δύναμη ως όλον χρησιμοποιηθεί ως μη διαχωρισμένη εργασία, εργασία που αναπαράγει την ίδια τη ζωή και όχι τη σχέση κεφάλαιο.

Το ποιον δρόμο θα ακολουθήσει και ποια μέσα θα χρησιμοποιήσει η επιθυμία μας για τη χειραφέτηση των παραγωγικών μας δυνάμεων από τον φετιχισμό του εμπορεύματος είναι νομίζω, υπό τις παρούσες συνθήκες διευρυμένης κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής κρίσης, το πιο επείγον διακύβευμα.

Θα πρέπει ωστόσο να μην ξεχνάμε τη ρήση του Αντόρνο: «σε μια κοινωνία που θα είχε επιτύχει την ικανοποίησή της [...] θα ήταν δυνατός ο θάνατος της τέχνης».

Σας ευχαριστώ.

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Παιδαγωγικές τακτικές ενίσχυσης της αυτοπεποίθησης. Posted by positivus under ψυχολογία| Ετικέτες: , , |
Leave a Comment
i
1 Votes

Quantcast


Τι είναι η αυτοπεποίθηση;
H αυτοπεποίθηση δεν είναι η εγωκεντρική, ναρκισσιστική αίσθηση έπαρσης και ανωτερότητας. Είναι η συναίσθηση της ικανότητας να ανταποκρίνεται κανείς στις απαιτήσεις της καθημερινότητας και η επίγνωση της σημαντικότητάς του ως ιδιαίτερο πρόσωπο.
confidence
Η συναίσθηση ότι ως άνθρωποι είμαστε σημαντικοί και έχουμε αξία θεμελιώνεται σε τρεις κυρίως παράγοντες:

- Στις πρακτικές ικανότητες που μας επιτρέπουν να τα καταφέρνουμε στις επαγγελματικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και αθλητικές μας δραστηριότητες.
- Στην αναγνώριση, την αποδοχή και την αγάπη, των άλλων.
- Στη δυνατότητά μας να αντιμετωπίζουμε με δυναμισμό και αξιοπρέπεια τις κρίσιμες καταστάσεις τις προσωπικής μας ζωής όπως είναι η ασθένεια, ο χωρισμός, η απώλεια θέσης εργασίας, ο θάνατος αγαπημένου προσώπου κλπ.
Η αυτοπεποίθηση εκφράζεται με συγκεκριμένες γόνιμες συμπεριφορές και υγιή συναισθήματα όπως υπευθυνότητα, πρωτοβουλία, αξιοπρέπεια, αυτοέλεγχο, ανεκτικότητα και σεβασμό των άλλων, επιδίωξη αξιόλογων στόχων κλπ.
Η αυτοπεποίθηση συνοδεύεται από ένα αίσθημα επάρκειας των ικανοτήτων μας, δημιουργική επικοινωνία, γόνιμο προβληματισμό, κατάλληλο σχεδιασμό, σωστές αποφάσεις και από την συναίσθηση ότι με τις προσπάθειές μας μπορούμε να πετύχουμε τα αποτελέσματα που επιθυμούμε.
Η αυτοπεποίθηση δεν καλλιεργείται μόνο με τα ενισχυτικά και υποστηρικτικά λόγια των άλλων αλλά κυρίως με την ρεαλιστική και έγκυρη αυτο-αξιολόγηση, μέσα από την ανάληψη ευθυνών, την εμπειρία της αγάπης και την δυναμική στάση απέναντι στις καθημερινές δυσκολίες και τις αναπόφευκτες αντιξοότητες.
Παιδαγωγικές τακτικές ενίσχυσης της αυτοπεποίθησης.
confidence-girl * Επικοινωνώ με το παιδί με ειλικρίνεια και ενδιαφέρον. Του δείχνω ότι χαίρομαι που μιλάω μαζί του και δεν το κάνω σαν αγγαρεία. Εκδηλώνω με σωματικό τρόπο την αγάπη μου με αγκαλιές και χάδια.
* Ξεκινώ την επικοινωνία μου με το παιδί εστιάζοντας πάντοτε την προσοχή μου στα θετικά του χαρακτηριστικά και στα χαρίσματά του.
* Στις συζητήσεις μας με το παιδί δεν επιβάλλω ευγενικά τις απόψεις μου. Προσπαθώ να είμαι διαλλακτικός και αληθινά δημοκρατικός.
* Ομολογώ στο παιδί ότι κάποια από τα αισθήματα που το τρομάζουν είναι ή ήταν και δικά μου αισθήματα. Το παιδί δέχεται τον εαυτό του καλύτερα όταν συνειδητοποιεί ότι τα πρόσωπα που θεωρεί σημαντικά έχουν περάσει ανάλογες δυσκολίες με τις δικές του.
 
* Προτείνω στο παιδί να τοποθετήσει μικρά, έγχρωμα, αυτοκόλλητα χαρτάκια σε διάφορα σημεία του χώρου του, με θετικά μηνύματα που ενισχύουν την αυτοπεποίθηση. Για παράδειγμα: «Ανακαλύπτω τις δυνάμεις που κρύβονται μέσα μου». «Μαθαίνω να σέβομαι τις αδυναμίες μου και να μαθαίνω από αυτές». «Εισπνέω βαθιά, χαλαρώνω το σώμα και μένω ήρεμος.». «Αυτοπεποίθηση». «Δυναμισμός». «Αγάπη».
* Ενθαρρύνω το παιδί να αντιμετωπίζει με χιούμορ ακόμη και δυσάρεστα γεγονότα.
* Εξηγώ στο παιδί πως αν κάποιος θυμώνει μαζί του, το κοροϊδεύει ή του επιτίθεται, αυτό δεν σημαίνει ότι φταίει ή ότι είναι κακό παιδί.
 
* Εξηγώ στο παιδί πως μέσα του κρύβονται απεριόριστες δυνατότητες που αν τις αξιοποιήσει με συστηματική προσπάθεια μπορεί να πετύχει σε όλους τους τομείς αξιόλογη πρόοδο.
* Προτρέπω ευγενικά το παιδί να επιδιώκει υψηλότερες επιδόσεις. Θεμελιώνω όμως τις προσδοκίες μου σε μια ρεαλιστική εκτίμηση των ικανοτήτων του παιδιού και όχι σε πιέσεις που ασκούνται από το κοινωνικό-πολιτιστικό μου περιβάλλον ή από προσωπικές μου ανάγκες για προβολή και επιτυχία.
* Προτρέπω το παιδί να βάζει στόχους, να παίρνει αποφάσεις και να λύνει προβλήματα. Το βοηθώ να σχεδιάζει το δρόμο προς την επιτυχία με μια συγκεκριμένη σειρά σταδιακών επιδιώξεων με μικρά και συγκεκριμένα βήματα.
 
* Το βοηθώ να υπομένει, να επιμένει, και να αγωνίζεται μέχρι να πετύχει τους στόχους του.
* Το προτρέπω να αποδέχεται χωρίς ταραχή τον έπαινο και την κοροϊδία.
* Το ενθαρρύνω να εκφράζει ειλικρινά τις προσωπικές του απόψεις και να εξωτερικεύει ξεκάθαρα τα αισθήματά του.
* Το βοηθώ να αναπτύξει αυτοέλεγχο. Να επιλέγει τη συναισθηματική του αντίδραση αντί να αντιδρά παρορμητικά στις προκλήσεις του περιβάλλοντος.
* Του μαθαίνω να απορρίπτει την άδικη κριτική αλλά να δέχεται και να αξιοποιεί την καλοπροαίρετη κριτική.
* Εξηγώ στο παιδί ότι είναι φυσικό μερικές φορές να μην πηγαίνουν τα πράγματα όπως θα ήθελε.
* Επιβραβεύω κάθε μικρή πρόοδο που κάνει το παιδί. Ενισχύω την που κάνει ακόμη και όταν δεν τα καταφέρνει.
 
* Προτρέπω το παιδί να σέβεται και να εκτιμά τον εαυτό του ανεξάρτητα από το πόσο αποδίδει.
* Προτείνω στο παιδί να γράψει ένα γράμμα σε ένα άλλο (υποθετικό) παιδί που αντιμετωπίζει ανάλογες δυσκολίες με τις δικές του. Να του γράψει συμβουλές σχετικά με το πώς θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του και να νιώσει καλύτερα. Η αναζήτηση και ο προβληματισμός του παιδιού σε νοητικό και συναισθηματικό επίπεδο, είναι πολύ εποικοδομητική.
* Προσπαθώ χωρίς να το καταπιέζω να βάλω τάξη και δομή στην καθημερινή του ζωή.
* Προτρέπω το παιδί να αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών του και να διεκδικεί τα δικαιώματά του.
 
* Βοηθώ το παιδί να αναζητά και να αναγνωρίζει τις θετικές πτυχές της κάθε κατάστασης. (Να βλέπει το μισό ποτήρι γεμάτο).
* Βοηθώ το παιδί να αντιμετωπίζει δημιουργικά το φόβο, τον κίνδυνο και την αποτυχία. Να διαχειρίζεται τις δύσκολες καταστάσεις με υπομονή και δυναμισμό. Να συμφιλιώνεται με τους φόβους και να τους αντιμετωπίζει αντί να τους αφήνει να το κυριεύουν και να ελέγχουν τη ζωή του. Να μαθαίνει από τα λάθη του. Να χάνει χωρίς να θίγεται η αξιοπρέπειά του.
* Βοηθώ το παιδί να επιλέγει τη συναισθηματική του αντίδραση απέναντι στα γεγονότα. Να καταλάβει ότι δεν είναι τα γεγονότα και οι περιστάσεις που προσδιορίζουν τη ζωή μας αλλά ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τα γεγονότα.
* Εξηγώ στο παιδί τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες που μπορούν να συμβάλλουν στη δημιουργία και τη διατήρηση μιας υγιούς σχέσης.
* Βοηθώ το παιδί να αντιλαμβάνεται τις επιθετικές προκλήσεις των άλλων και να τις απενεργοποιεί ή να αδιαφορεί.
* Το προτρέπω να μπαίνει στη θέση του άλλου και να βλέπει τα γεγονότα μέσα από τα δικά του μάτια. Του μαθαίνω να είναι ανεκτικός και να σέβεται την διαφορετικότητα.
 
* Το προτρέπω να σκέφτεται θετικά και να οραματίζεται τη θετική έκβαση των γεγονότων αλλά να μην απογοητεύεται όταν τα πράγματα δεν πάνε όπως θα ήθελε.
* Εξηγώ στο παιδί ότι μπορεί μειώσει το θυμό, το άγχος και το φόβο του με την παρακάτω απλή τεχνική: Εισπνέω βαθιά, χαλαρώνω τους μύες του σώματός μου και συγκεντρώνω την προσοχή μου σε μια υποστηρικτική θετική σκέψη όπως για παράδειγμα «Είμαι σημαντικός ανεξάρτητα από τι πιστεύουν οι άλλοι για μένα» ή «Αντιμετωπίζω το φόβο και γίνομαι πιο δυνατός» ή «μπορώ να ελέγχω τον εαυτό μου και να χαλαρώνω». Ακόμη το προτρέπω να συγκεντρώσει την προσοχή του σε κάτι ουδέτερο όπως, να μετρήσει μέχρι το δέκα ή να παρατηρήσει αναλυτικά τις λεπτομέρειες της μορφής ενός αντικειμένου που είναι κοντά μου (πόρτα, μολύβι, πίνακας)».
 
* Εξηγώ στο παιδί τον τρόπο με οποίο η εικόνα που δίνει στους άλλους (εμφάνιση, στάση του σώματος, τρόπος κοιτάγματος, χειρονομίες, μιμική έκφραση του προσώπου, τόνος, χροιά και ένταση της φωνής) μπορεί να αποκαλύπτει φόβο και ανασφάλεια ή αυτοπεποίθηση και δυναμισμό.
* Η εικόνα της ανασφάλειας μαζί με κάποιες άλλες ακατάλληλες συμπεριφορές, προκαλούν αυτούς που αναζητούν κάποιο στόχο για να εκφράσουν την επιθετικότητά τους.
* Εξηγώ στο παιδί συμπεριφορές που δηλώνουν ή οδηγούν στην ενίσχυση και την προβολή της αυτοπεποίθησης. (κατάλληλη στάση του σώματος, χειρονομίες, μιμική του προσώπου και τόνος της φωνής που φανερώνουν δυναμισμό).
* Εξηγώ στο παιδί την διαφορά ανάμεσα στις παρακάτω συμπεριφορές:
 
Παθητική Συμπεριφορά: Ανασφάλεια, μπλοκάρισμα αισθημάτων, υποχωρητικότητα, φόβος. Τα θέλω μου και οι ανάγκες μου είναι λιγότερο σημαντικές από των άλλων.
 
Δυναμική Συμπεριφορά: Υπεράσπιση και διεκδίκηση των ατομικών δικαιωμάτων με τρόπο που δεν θίγει τον άλλο. Τα θέλω μου και οι ανάγκες μου είναι εξίσου σημαντικές με των άλλων. Ειλικρινής εξωτερίκευση των αισθημάτων.
 
Επιθετική Συμπεριφορά: Παραβίαση των δικαιωμάτων του άλλου, εξωτερίκευση των αισθημάτων με παρενόχληση. Τα θέλω μου και οι ανάγκες μου είναι περισσότερο σημαντικές από των άλλων.
* Εξηγώ στο παιδί πώς να κερδίζει την προσοχή και το ενδιαφέρον των άλλων με δημιουργικές – θετικές συμπεριφορές και όχι με προκλήσεις, αταξίες και απαράδεκτα αστεία.
 
* Βοηθώ το παιδί να αξιολογεί και να αποτιμά την βελτίωση που κατορθώνει μέσα από τις προσπάθειές του.
 
του Νικήτα Καυκιού ψυχολόγου psyche.gr