Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Η ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Κ. ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ

 

[ANTI, τχ. 895, 18 Μαΐου 2007]

ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Δρ Φιλοσοφίας


Μία από τις βασικές έννοιες στη σκέψη και τη θεωρία του Κ. Καστοριάδη είναι το ριζικό φαντασιακό, το οποίο εισάγεται για πρώτη φορά το 1964 στο κείμενό του «Μαρξισμός και επαναστατική θεωρία».[1] H έννοια αυτή είναι θεμελιώδης για όλο το έργο του οπότε είναι επιβεβλημένη η διαύγασή της για να αρχίσει κανείς την κατανόηση του εγχειρήματός του και τη συζήτηση μαζί του. Η ανάγκη εισαγωγής μιας νέας έννοιας στον χώρο της φιλοσοφίας ή και άλλων κλάδων του επιστητού, προκύπτει από την ανεπάρκεια και αναποτελεσματικότητα άλλων παρεμφερών και σχετικών εννοιών που πρότειναν άλλοι στοχαστές για ένα ζήτημα. Συνεπώς σε έκαστο ζήτημα πρέπει να εξετάζονται οι τυχόν προτεινόμενες απόψεις, να αντιπαραβάλλονται και να αξιολογούνται κριτικώς. Στο ζήτημα της καταγωγής των θεσμών οι κύριες απόψεις την εποχή του ’60, που προτάθηκαν για να την εξηγήσουν, ήταν από τη μαρξική θεωρία (οικονομία), τον φονξιοναλισμό (λειτουργισμό) και τον στρουκτουραλισμό. Αναγκαστικώς ο Κ. Καστοριάδης, πριν εισαγάγει τη δική του έννοια και άποψη, αποδεικνύει ότι οι απόψεις αυτές είναι ανίκανες να «εξηγήσουν» την καταγωγή των θεσμών. Θα δούμε εν συντομία πρώτα την κριτική αυτή και εν συνεχεία την εισαγωγή του φαντασιακού..

Κριτική στη λειτουργική-οικονομική άποψη
Η λειτουργική και η οικονομική άποψη εξηγούν τόσο την καταγωγή του θεσμού όσο και τα χαρακτηριστικά του, από τη λειτουργία που ο θεσμός εκπληροί στη δεδομένη κοινωνία και στις δεδομένες συνθήκες, από τον ρόλο του μέσα στην συνολική οργάνωση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Οπως χαρακτηριστικώς το εκφράζει ο κύριος υποστηρικτής αυτής της απόψεως, ο Malinowski: «η λειτουργία σημαίνει πάντα την ικανοποίηση μιας ανάγκης».[2] Αυτό για τον Καστοριάδη είναι εν μέρει σωστό, αφού οι θεσμοι εκπληρώνουν ζωτικές λειτουργίες, χωρίς τις οποίες η ύπαρξη μιας κοινωνίας είναι αδιανόητη, αλλά όμως δεν εξαντλεί τον θεσμό, ο οποίος δεν είναι τελείως κατανοητός με βάση μόνο αυτον τον ρόλο. Διότι υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ορισμένοι θεσμοί είναι δυσλειτουργικοί ή απουσιάζουν ενώ θα ήταν αναγκαίοι για ορισμένες λειτουργίες. όπως επίσης σε ορισμένες κοινωνίες δεν εκπληρούνται λειτουργίες, με συνέπειες πότε δευτερεύουσες και πότε καταστροφικές, όπως λ.χ. οι «εσωτερικές» καταρρεύσεις της Ρώμης και του Βυζαντίου[3].
O φονξιοναλισμός, κατά τον Κ. Καστοριάδη, παρουσιάζει κενό σε ένα κεντρικό σημείο, στο ότι δεν απαντά το ερώτημα: ποιες είναι οι «πραγματικές ανάγκες» μιας κοινωνίας, τις οποίες οι θεσμοί υποτίθεται ότι υπάρχουν για να τις εξυπηρετούν; Αυτό οφείλεται στο ότι οι ανάγκες δεν είναι προφανείς και προδιορισμένες όπως συμβαίνει με το έμβιο. Πράγματι το έμβιο, ο βιολογικός οργανισμός, δεν είναι τίποτε άλλο από το σύνολο των λειτουργιών που εκπληρώνει και που τον κάνουν να ζεί. Ένας σκύλος τρώει για να ζει, αλλά μπορούμε επίσης να πούμε ότι ζει για να τρώει, η ζωή γι’αυτόν δεν είναι τίποτε άλλο από την τροφή, την αναπαραγωγή κ.λπ. Αυτό όμως δεν σημαίνει τίποτε για ένα ανθρώπινο όν ούτε για μιά κοινωνία.
Μια κοινωνία δεν δύναται να υπάρξει παρά μόνο αν επιτελεί συνεχώς μια σειρά απο λειτουργίες (παραγωγή, τεκνοποίηση, εκπαίδευση, διοίκηση της κοινότητας, κ.λπ.), αλλά δεν περιορίζεται όμως σε αυτό. ούτε και οι τρόποι που αντιμετωπίζει τα προβλήματά της της υπαγορεύθηκαν μια για πάντα από την «φύση» της, επινοεί άλλους τρόπους να απαντά στις ανάγκες της και επινοεί επίσης καινούργιες ανάγκες. Η λειτουργική αντίληψη ότι η ύπαρξη των θεσμών ικανοποιεί ορισμένες ανθρώπινες ανάγκες αφήνει αναπάντητο και το ερώτημα: γιατί οι κοινωνίες δημιουργούν στην πορεία της ιστορίας διαφορετικές κάθε φορά μορφές ικανοποιήσεως των αναγκών;
Eπίσης αναπάντητο παραμένει και το ερώτημα: γιατί η ικανοποίηση των βασικών αναγκών (ανυπαρξία πείνας, εξασφάλιση στέγης, κοινωνική ασφάλιση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, σεξουαλική απελευθέρωση) σε ορισμένες δυτικοευρωπαϊκές και βορειοαμερικάνικες χώρες, δεν έφερε μιά άλλη κοινωνία ελευθερίας και δημοκρατίας; Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι οι ανάγκες, ή μάλλον η ανάγκη διατηρείται συνεχώς ανικανοποίητη από την τεχνική εξέλιξη, η οποία προκαλεί την εμφάνιση άλλων αναγκών. επίσης τα προνομιούχα στρώματα έχουν άλλους τρόπους ικανοποιήσεως των αναγκών όπως και άλλες ανάγκες από τα κατώτερα στρώματα. Αυτά σημαίνουν ότι η ανάγκη δεν φέρει μέσα της τον ορισμό ενος αντικειμένου που θα μπορούσε να την ικανοποιήσει, όπως η ανάγκη αναπνοής έχει ως αντικείμενο που τη ικανοποιεί τον ατμοσφαιρικό αέρα.

Το φαντασιακό

Ετσι λοιπόν οι ανάγκες δεν μπορούν να «εξηγήσουν» την καταγωγή των θεσμών. Τον κυρίαρχο ρόλο έχει το φαντασιακό ή το ριζικό φαντασιακό. Πρέπει προκαταρκτικώς να διευκρινισθεί ότι ο Κ. Καστοριάδης διακρίνει δύο μορφές του ριζικού φαντασιακού, την ατομική μορφή την οποία καλεί ριζική φαντασία, και την συλλογικη ή κοινωνική την οποία καλεί κοινωνικό φαντασιακό. Το φαντασιακό (imaginaire) στον Καστοριάδη δεν έχει την σημασία της φαντασίας και του φανταστικού με την τρέχουσα έννοια, δηλαδή με την έννοια του επινοημένου και χωρισμένου από το πραγματικό είτε για να πάρει την θέση του (ψεύδος) είτε όχι (μυθιστόρημα).
Το φαντασιακό είναι η πρωταρχική δύναμη να θέτει ή να δίνει κανείς στον εαυτό του, υπό τον τρόπο της παραστάσεως , ένα πράγμα και μία σχέση που δεν υπάρχουν (που δεν δίνονται ή που δεν δόθηκαν ποτέ στην αντίληψη). Είναι τελικώς η στοιχειώδης και απερίσταλτη ικανότητα να ανακαλούμε στον νού μας μιά εικόνα. Υπ’αυτήν την έννοια το ριζικό φαντασιακό είναι η κοινή ρίζα του συμβολικού και της φαντασίας - με την τρέχουσα έννοια -, είναι η πηγή των θεσμών και των σημασιών που έχουν οι θεσμοί.
Το φαντασιακό θεσμίζει τις σημασίες που είναι αδύνατο να εξηγηθούν με τα μέσα της παραδοσιακής λογικής. Οι σημασίες αυτές δεν είναι ορθολογικές, αντιστέκονται στις αρχές της ταυτότητας, της μη αντιφάσεως, της διακριτότητας, της καθοριστικότητας. Νοηματοδοτούν την πραγματικότητα, όχι μόνο τις εμφανείς πτυχές της αλλά και τις κρυφές. Θεσμίζουν ακόμη και τον ίδιο τον λόγο και τις αρχές του. Το φαντασιακό καθιστά κατανοητη την σχέση θεσμών και κοινωνίας, η οποία θα φανεί καλύτερα από ορισμένα παραδείγματα. O Kαστοριάδης αναφέρει απο τους Αριθμους της Βίβλου (15, 32-36) την περίπτωση αυτου που συνελήφθη να μαζεύει ξύλα την ημέρα του Κυρίου, πράγμα που απαγόρευε ο Νόμος, και οδηγήθηκε ενώπιον του Μωυση. Ο Νόμος δεν όριζε καμιά ποινή για την παράβαση, αλλά ο Κύριος «παρουσιάσθηκε» στον Μωυσή και όρισε ως ποινή τον λιθοβολισμο- πράγμα που έγινε. Αυτο που εκπλήσσει εν προκειμένω, εκτος φυσικα απο την «παρουσία» του Κυριου, είναι ο υπέρμετρος χαρακτήρας της ποινης, η απουσία αναγκαίας συνδέσεως ανάμεσα στο γεγονός και στην συνέπεια, όπως και το είδος της ποινής. Γιατί όλα αυτά;
Τέτοια ερωτήματα υπάρχουν πάρα πολλά, όπως λ.χ. γιατί και πώς ο πρώτος άνθρωπος σκέφθηκε ότι δύναται να χρησιμοποιήσει άλλους ανθρώπους ως κτήματα και εργαλεία, ως πράγματα και αντικείμενα εκμεταλλεύσεως; Γιατι, επίσης, στους Νέους Χρόνους υπήρξε η κατάργηση της δουλείας μετά απο τόσους αιώνες επιβολής της; Γιατί η γυναίκα απέκτησε δικαιώματα μόλις στα μέσα του 20ου αιώνα μετά από τόσους αιώνες καταπίεσης; Περιοριζόμαστε σε δύο ακόμη ερωτήματα που διατυπώνει με θαυμάσιο τρόπο ο Καστοριάδης: «Γιατί, απ’ολα τα νομαδικά φύλα που περιπλανήθηκαν κατά την διάρκεια της δεύτερης χιλιετηρίδας π.Χ. μέσα στην έρημο ανάμεσα στη Θήβα και τη Βαβυλώνα, ένα μόνο διάλεξε να εξαποστείλει στον Ουρανό έναν ακατονόμαστο, αυστηρό και εκδικητικό Πατέρα, να τον καταστήσει μοναδικο δημιουργό και θεμέλιο του Νόμου, και να εισαγάγει έτσι τον μονοθεϊσμό στην ιστορία; Και γιατί, απ’όλους τους λαούς που δημιούργησαν πόλεις στην λεκάνη της Μεσογείου, ένας μόνο αποφάσισε ότι υπάρχει ένας απρόσωπος νόμος που επιβάλλεται ακόμα και στους Θεούς, τον έθεσε σαν ομούσιο με τον συνεκτικό λόγο, και θέλησε να θεμελιώσει πάνω σ’αυτόν τον λόγο τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, επινοώντας έτσι, δια μιάς, φιλοσοφία και δημοκρατία;» (ΦΘΚ, σ.192).
Αυτά τα ερωτήματα και άλλα πολλά δεν δύνανται να απαντηθούν με την αναγωγή τους αποκλειστικώς στην λειτουργική πλευρά, αλλά και στο φαντασιακό στοιχείο. Πέρα απο την συνειδητή δραστηριότητα της θεσμοποίησης, οι θεσμοί έχουν την πηγή τους στο κοινωνικό φαντασιακό, το οποίο διασταυρώνεται αφ’ ενός με το συμβολικό, διαφορετικά η κοινωνία δεν θα μπορούσε να «συναρμοσθεί», αφ’ετέρου με το οικονομικο–λειτουργικό, διαφορετικά η κοινωνία δεν θα μπορούσε να επιβιώσει. Συνεπώς βασική προϋπόθεση για την κατανόηση του θεσμού είναι η έννοια του συμβολικού, διότι το συμβολικό είναι ο τρόπος υπάρξεως του θεσμού. Πράγματι οτιδήποτε μέσα στην κοινωνία προσφέρεται υπό τη μορφή του συμβολικού: σημαίνοντα και σημαινόμενα. Τα σημαίνοντα (παραστάσεις, εικόνες, σύμβολα) μεταφέρουν σημαινόμενα (προσταγές, επιταγές, προτροπές περί του πρακτέου ή του φευκτέου), που είναι αναγκαστικά για την κοινωνία. Ο Καστοριάδης υποστηρίζει ότι αν και ο θεσμός δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο μέσα στο συμβολικό, εν τούτοις δεν ανάγεται σε αυτό. Ο θεσμός είναι ένα συμβολικό δίκτυο, κοινωνικώς κυρωμένο, μέσα στο οποίο συνδυάζονται, σε μεταβαλλόμενες αναλογίες, μια λειτουργία με μια φαντασιακή σημασία (ΦΘΚ, σ.196).

Κριτική στη στρουκτουραλιστική άποψη
Ακριβώς στην έννοια του συμβολικού βρίσκεται, κατά τον Καστοριάδη, η αδυναμία του στρουκτουραλισμού να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις στο ζήτημα της καταγωγής και του τρόπου του είναι των θεσμών. Οι θεσμοί δεν δύνανται να κατανοηθούν απλώς μόνο ως ένα συμβολικό δίκτυο, όπως φαίνεται ότι πιστεύει ο εισηγητής του δομισμού Claude Levi-Strauss,[4] αλλά παραπέμπουν σε κάτι πέραν του συμβολικού (σ. 203). Και αυτό είναι εμφανές όταν τεθούν τα ερωτήματα: γιατί αυτό το σύστημα συμβόλων και όχι κάποιο άλλο; Ποιες είναι οι σημασίες που μεταφέρονται από τα σύμβολα, ή αλλοιώς, ποιό είναι το σύστημα των σημαινομένων που μεταφέρεται από το σύστημα των σημαινόντων; Γιατί και πώς τα συμβολικά δίκτυα των θεσμών καταφέρνουν να αυτονομηθούν; Πως και γιατί ο θεσμός, αμέσως μόλις τεθεί, γίνεται ένας παράγοντας, στον οποίο η πραγματική ζωή της κοινωνίας υποτάσσεται και κατά κάποιον τρόπο υποδουλώνεται;
Αναλύοντας αυτά τα ερωτήματα ο Καστοριάδης ασκεί κριτική στην έννοια της δομής με την οποία ο στρουκτουραλισμός εξηγεί την γένεση και οργάνωση της κοινωνίας, και αποδεικνύει ότι η μεγάλη του αδυναμία είναι στην εξήγηση των σημασιών μιας κοινωνίας. Πράγματι, είναι αδύνατο να κατανοηθούν οι σημασίες ως αυτό που προκύπτει από τον συνδυασμό των σημείων, όπως υποστηρίζει ο στρουκτουραλισμός, αφού δυνάμεθα εξίσου να πούμε ότι ο συνδυασμός των σημείων προκύπτει από τις σημασίες. Και αυτό είναι εύλογο διότι ο κόσμος δεν αποτελείται μόνο από ανθρώπους που ερμηνεύουν τον λόγο των άλλων, αφού για να υπάρξουν αυτοί που ερμηνεύουν, πρέπει πρώτα κάποιοι να μιλήσουν. και να μιλήσουν σημαίνει να επιλέξουν σημεία, να διστάσουν, να ξαναρχίσουν, να διορθώσουν τα σημεία που έχουν ήδη επιλέξει – και αυτό όλο σε συνάρτηση με ένα νόημα, με μιά σημασία.
Τελικώς ο στρουκτουραλισμός έχει ως συνέπεια την απάλειψη του νοήματος, ακόμη και στην περίπτωση που το ανάγει σε μιά μη μεταφερόμενη εσωτερικότητα, σε κάποιο γούστο (σε μιά «κάποια προτίμηση»). Και τούτο, διότι δεν δύναται να συλλάβει το νόημα παρά μόνο στην πιο περιορισμένη ψυχολογικο-αισθηματική εκδοχή του. Η απαγόρευση λ.χ. της αιμομιξίας, γράφει ο Καστοριάδης, δεν είναι θέμα προτιμήσεως (γούστου), αφού αυτή «είναι ένας νόμος, δηλαδή ένας θεσμος φορέας μιάς σημασίας, σύμβολο, μύθος και έκφραση του κανόνα που παραπέμπει σ’ένα νόημα οργανωτικό μιάς απειρίας ανθρωπίνων πράξεων, που ορθώνει στο μέσο του πεδίου του δυνατού το τείχος που χωρίζει το θεμιτό απο το αθέμιτο, που δημιουργεί μιά αξία, και αναδιαρθρώνει όλο το σύστημα των σημασιών, δίνοντας επί παραδείγματι στην εξ αίματος συγγένεια ένα περιεχόμενο που δεν είχε ‘πρίν’. Η διαφορά ανάμεσα στην φύση και στον πολιτισμό, δεν είναι η απλή διαφορά της γεύσης ανάμεσα στο ωμό και στο ψημένο, είναι ένας κόσμος σημασιών»[5].

Oι κοινωνικές φαντασιακές σημασίεςΓια τον Καστοριάδη υπάρχουν σημασίες που είναι σχετικώς ανεξάρτητες από τα σημαίνοντα που τις φέρουν, και οι οποίες παίζουν ένα ρόλο στην επιλογή και στην οργάνωση αυτών των σημαινόντων. Αυτές οι σημασίες δύνανται να αντιστοιχούν στο αντιληπτό, στο ορθολογικό, ή στο φαντασιακό, τα οποία σχετίζονται μεταξύ τους διατηρώντας την ιδιομορφία τους. Παράδειγμα ο Θεός και το σχετιζόμενο με αυτόν ερώτημα: Τι σημαίνει Θεος; (όχι ως θεολογική ή φιλοσοφική έννοια, αλλά ως κοινωνική σημασία, δηλαδή τι σημαίνει Θεός γι αυτούς που πιστεύουν σ’ αυτόν). Ο Θεός δεν είναι ούτε το όνομα του Θεού, ούτε οι εικόνες που ένας λαός δύναται να έχει γι αυτόν, ούτε είναι σημασία του πραγματικού, ούτε σημασία του ορθολογικού, ή σύμβολο άλλου πράγματος. Ο Θεός είναι αυτό που καθιστά τα σύμβολα, σύμβολα θρησκευτικά, «μιά κεντρική σημασία, οργάνωση σε σύστημα σημαινόντων και σημαινομένων, αυτό που στηρίζει την διασταυρωνόμενη ενότητα των μεν και των δε, αυτό που επιτρέπει επίσης την επέκταση, τον πολλαπλασιασμό και την τροποποίησή τους». Και αυτή η σημασία, που δεν είναι σημασία ενος πραγματικού (αντιληπτού), ούτε μιάς (ορθολογικής) σκέψεως, είναι μιά σημασία φαντασιακή, ή πιο καλά μιά κοινωνικη φαντασιακή σημασία.
Το ίδιο συμβαίνει και με οποιαδήποτε άλλη κοινωνική φαντασιακή σημασία, όπως λ.χ. αυτό που ο Μάρξ ονόμασε πραγμοποίηση, και γενικώτερα ο «απανθρωπισμός» των ατόμων των κατωτέρων τάξεων σε ορισμένες ιστορικές περιόδους: ένας δούλος θεωρείται ως ζώον φωνήν έχον, ο εργάτης ως «βίδα της μηχανής» ή απλό εμπόρευμα, δηλαδή πράγμα. Η πραγμοποίηση δεν είναι ούτε ψευδής συνείδηση ούτε λογικό σφάλμα ούτε μια «διαλεκτική στιγμή» μέσα σε μιά ολοποιημένη ιστορία της προόδου της αλήθειας της ανθρώπινης ουσίας. Η πραγμοποίηση είναι μια φαντασιακή σημασία, δημιουργία του κοινωνικού φαντασιακού, το οποίο κατά τον Καστοριάδη είναι πραγματικώτερο του «πραγματικού». Αυτό για το οποίο πρόκειται στην πραγμοποίηση είναι η εγκαθίδρυση μιας τελεστικής σημασίας: η σύλληψη μιας κατηγορίας ανθρώπων από μια άλλη κατηγορία ως δυνατής να εξομοιωθεί, από κάθε πρακτική άποψη, με ζώα ή πράγματα. Είναι μια φαντασιακή δημιουργία, την οποία ούτε η πραγματικότητα ούτε η ορθολογικότητα ούτε οι νόμοι του συμβολισμού μπορούν να εξηγήσουν. Ο φαντασιακός πυρήνας της πραγμοποίησης δεν είναι «εικόνα» για κανέναν.
Αυτό που δυσκολεύει την κατανόηση του φαντασιακού, την αποδοχή του ρόλου του, την διάκριση των πεδίων και την δράση του συμβολικού και του φαντασιακού, ιδιαιτέρως στην κοινωνική ανθρωπολογία και την ψυχανάλυση, δεν είναι μόνο οι «ρεαλιστικές» και «ορθολογικές» προκαταλήψεις (λειτουργισμός και στρουκτουραλισμός). Ο λόγος είναι ότι στην περίπτωση του φαντασιακού, το σημαινόμενο, στο οποίο παραπέμπει το σημαίνον, είναι σχεδόν ασύλληπτο ως τέτοιο, και εξ ορισμού ο «τρόπος του είναι» του είναι ένας τρόπος του μη-είναι.

Ο ρόλος των φαντασιακών σημασιών
Ετσι η κοινωνία και η ιστορία είναι αδύνατες και αδιανόητες έξω από την δημιουργική φαντασία, έξω από το ριζικό φαντασιακό, όπως αυτό εκδηλώνεται αδιαρρήκτως στο πράττειν και ταυτοχρόνως στην, πρίν απο κάθε ορθολογικότητα, συγκρότηση ενός σύμπαντος σημασιών. Κάθε κοινωνία προσπάθησε να δώσει απαντήσεις σε ορισμένα θεμελιώδη ερωτήματα: ποιοί είμαστε ως σύνολο; τι είμαστε οι μεν για τους δε; πού και μέσα σε τί βρισκόμαστε; τι θέλουμε, τι επιθυμούμε , τι μας λείπει; Η κοινωνία πρέπει να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα, με άλλα λόγια πρέπει να ορίσει την ταυτότητά της, χωρίς την οποία δεν δύναται να υπάρξει, ούτε άλλωστε ο πολιτισμός – διαφορετικά τα πάντα θα παρέμεναν χάος ακατασκεύαστο. Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δίνονται από τις φαντασιακές σημασίες. Δηλαδή ο ρόλος των κοινωνικών φαντασιακών σημασιών είναι ο καθορισμός του προσανατολισμού της κοινωνίας, ο καθορισμός των αξιών της, των ιεραρχήσεών της, των οργανώσεών της, εν ολίγοις η συγκρότηση της ταυτότητάς της, η οποία δεν δύναται να γίνει ούτε από την «πραγματικότητα», ούτε από την «ορθολογικότητα».
Φυσικά εδώ δεν πρόκειται για ερωτήματα και απαντήσεις με την κυριολεκτική έννοια αλλά την μεταφορική. ούτε αυτά τα ερωτήματα τίθενται ρητώς πριν τις απαντήσεις. Αλλά η κοινωνία αυτοσυγκροτούμενη πραγματοποιεί την ανάδυση των ερωτημάτων και την εκ των πραγμάτων απάντηση σε αυτά. αυτή η απάντηση εμφανίζεται ως ενσαρκωμένο νόημα στο πράττειν της κοινωνίας, κι αυτό το κοινωνικό πράττειν δεν δύναται να κατανοηθεί παρά ως απάντηση σε ερωτήματα που θέτει υπορρήτως αυτό το ίδιο. Με άλλα λόγια ο άνθρωπος είναι ένα ανεπιγνώστως φιλοσοφικό ζώον, που έθεσε στα πράγματα τα ερωτήματα της φιλοσοφίας, πολύ πριν η τελευταία υπάρξει ως ρητός φιλοσοφικός στοχασμός, και είναι επίσης ένα ποιητικό ζώον πού έδωσε μέσα στο φαντασιακό απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα.
Ο Καστοριάδης εξετάζει τον ρόλο των κοινωνικών φαντασιακών σημασιών σε χώρους όπως η ομάδα και οι σχέσεις των μελών της, όπως ο φυσικός κόσμος ή οι ανάγκες και η εκάστοτε επεξεργασία τους, η κοινωνική διάρθρωση σε τάξεις, το έθνος και η εμφάνισή του με τον θρίαμβο του βιομηχανικού καπιταλισμού. Το έθνος λ.χ. είναι μιά φαντασιακή σημασία που εκπληρώνει την λειτουργία ταυτίσεως και ταυτότητας, μέσα απο μια τριπλή φαντασιακή αναφορά σε μιά «κοινή ιστορία» - τριπλή, διότι αυτή η ιστορία είναι απλώς παρελθόν, διότι δεν είναι και τόσο κοινή, και τέλος διότι τα στοιχεία της εκείνα που γίνονται γνωστά και χρησιμεύουν ως στήριγμα αυτής της κοινωνικοποιητικής ταυτίσεως μέσα στην συνείδηση των ανθρώπων, έχουν μυθική υπόσταση κατά το μεγαλύτερο μέρος τους (ΦΘΚ, σ. 220).
Καμιά κοινωνία, συμπεραίνει ο Κ. Καστοριάδης, δεν δύναται να υπάρξει, εάν δεν οργανώσει την παραγωγή της υλικής της ζωής και την αναπαραγωγή της ως κοινωνίας, αλλά ούτε η μία ούτε η άλλη από αυτές τις οργανώσεις υπαγορεύονται, ούτε δύνανται να υπαγορευθούν, από φυσικούς νόμους ή από ορθολογικές θεωρήσεις. Βασικό ρόλο διαδραματίζει το φαντασιακό και οι κοινωνικές φαντασιακές σημασίες.
[1] Στο περιοδικό Socialisme ou Barbarie, τεύχη 36 έως 40, 1964-65. Το κείμενο αυτό αποτελεί το πρώτο τμήμα του σημαντικού βιβλίου του Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας (1975), ελλ. μετφ. Σ. Χαλικιάς, Γ. Σπαντιδάκη, Κ. Σπαντιδάκης, Ράππας, Αθήνα 1981, στο οποίο είναι οι παραπομπές μου (συντομογραφία ΦΘΚ).
[2] Malinowski, “The Functional Theory”, στο A Scientific Theory of Culture, Chapel Hill, N. C., 1944, σ. 159. Η λειτουργικότητα αυτή λαμβάνει διάφορες μορφές όπως, «αιτιακή» (αίτιο-αποτέλεσμα), ή «τελεολογική» (μέσα-σκοπός).
[3] ΦΘΚ, σ.171-173. Πρβλ. και τα παραδείγματα των Σερεντέ και Μπορορό που περιγράφει ο Levi-Strauss, Anthropologie structurale, σ. 137-139 και σ. 141 (μη λειτουργικότητα των γενών). Στη σ. 17 σημειώνει: « το ότι μια κοινωνία λειτουργεί είναι μια κοινοτοπία, το ότι όμως το πάν σε μια κοινωνία λειτουργεί είναι παραλογισμός».
[4] Claude Levi-Strauss, Totemisme aujourd’ hui, Paris, 1962.
[5] ΦΘΚ, σ. 207. Η κριτική αυτή έχει στόχο το βιβλίο To ωμό και το ψημένο (1964) του C.Levi- Strauss.

Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟΝ Κ. ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ



[Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, Νο 58, Ιανουάριος 2003]


ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΣΤΟΝ Κ. ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ

Γιώργος Ν. Οικονόμου

(Το κείμενο αυτό βασίζεται στην ανακοίνωση μου στην ημερίδα της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας, με θέμα «Η φιλοσοφία του Κορνήλιου Καστοριάδη», που έγινε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, 26 Μαΐου 1999)

Μια σημαντική πτυχή του έργου του Καστοριάδη είναι η κριτική που ασκεί στην κληρονομημένη σκέψη, στην ελληνοδυτική φιλοσοφία, από την Αρχαία Ελλάδα μέχρι των ημερών μας. Αυτό που της προσάπτει είναι ότι συγκάλυψε την ανθρώπινη συλλογική δημιουργία όπως αυτή αναδύεται στην ιστορία και στην κοινωνία, ότι συγκάλυψε το γεγονός ότι η θέσμιση της κοινωνίας είναι έργο των ίδιων των ανθρώπων , είναι έργο της ίδιας της κοινωνίας. Δηλαδή, για τον Καστοριάδη η θέσμιση της κοινωνίας είναι αυτοθέσμιση και μάλιστα φαντασιακή όπως δηλώνεται στο σημαντικότατο έργο του Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας (1). Αυτή η συγκάλυψη της αυτοθέσμισης της κοινωνίας συνιστά και την ετερονομία της κοινωνίας. Δηλαδή η ετερόνομη κοινωνία αποδίδει την πηγή και την αιτία των θεσμών και των σημασιών της σε εξωκοινωνικούς παράγοντες (Θεός, Φύσις, μυθικοί ήρωες, Νόμοι της ιστορίας, Λόγος-Ratio, …). Ο Θεός π.χ. της Ιουδαίο-χριστιανικής θρησκείας «δημιουργεί» τον κόσμο και τον άνθρωπο και «δίνει» τον Νόμο στον Μωυσή επί του όρους Σινά. Ακριβώς η θρησκεία είναι για τον Καστοριάδη το κατ’εξοχήν παράδειγμα της ετερονομίας.
 
«Η ανθρωπότητα», γράφει, «αναδύεται από το Χάος, από την Άβυσσο, από το Απύθμενο»(2). Για τον Καστοριάδη ο κόσμος –το Είναι- είναι ουσιαστικά Χάος, Άβυσσο, Απύθμενο. Η θρησκεία δίνει μια απάντηση στην αδυναμία και το φόβο των ανθρώπων να δεχθούν το Χάος και να αντιμετωπίσουν την Άβυσσο, το Απύθμενο. Επενδύει, δηλαδή, την Άβυσσο και το Χάος με σημασίες ενώ συγχρόνως τα συγκαλύπτει. (Χαρακτηριστικό παράδειγμα το γεγονός του θανάτου: συγκαλύπτει τον θάνατο με την παραδοχή μιας άλλης, δήθεν, ζωής μετά θάνατον και μάλιστα αιώνιας). Έτσι η Θρησκεία είναι η κατ’εξοχήν συγκάλυψη του Χάους, «δίνει ένα όνομα στο ακατονόμαστο, μία παράσταση στο απαράστατο, έναν τόπο στο ανεντόπιστο» (3). Η ουσία της ετερόνομης θέσμισης της κοινωνίας και της θρησκείας είναι η ίδια. Επιδιώκουν και οι δύο το ίδιο πράγμα και με τα ίδια μέσα. Δεν επιδιώκουν απλώς την οργάνωση της κοινωνίας, επιδιώκουν να δώσουν μία σημασία στο Είναι, στον κόσμο και στην κοινωνία και ίδια σημασία. Οφείλουν να μεταμφιέσουν το Χάος, και ιδιαιτέρως το Χάος που είναι η ίδια η κοινωνία.
Η ετερονομία δεν ταυτίζεται με την εκμετάλλευση μιας τάξεως από μία άλλη, όπως στον Μαρξισμό, ούτε με την κυριαρχία του κράτους και της γραφειοκρατίας, όπως στον Αναρχισμό. Και τα δύο αυτά είναι μορφές, τρόποι πραγμάτωσης της ετερονομίας.
Αφ’ης στιγμής η κοινωνία συγκαλύπτει την αυτοθέσμισή της, αφ’ής στιγμής δέχεται ότι η θέσμισή της δεν είναι έργο δικό της αλλά οφείλεται σε εξωκοινωνικό αίτιο (θεός, φύσις, ανάγκη, κ.λ.π.), σημαίνει ότι δεν θέλει και δεν δύναται να αμφισβητήσει την θέσμισή της και κατά συνέπεια να την αλλάξει. Ακριβώς διότι η επινόηση αυτών των εξωκοινωνικών αιτίων έχει ως αποτέλεσμα τον σεβασμό, την ιερότητα και το απαραβίαστο της θέσμισης και των φαντασιακών σημασιών της. Έτσι λοιπόν η ετερόνομη κοινωνία αλλοτριώνεται, υποδουλώνεται στους θεσμούς της, ή με άλλα λόγια, η θεσμισμένη κοινωνία κυριαρχεί στην θεσμίζουσα κοινωνία. Κατ’επέκτασιν κατάργηση της ετερονομίας δεν σημαίνει κατάργηση της διαφοράς μεταξύ θεσμίζουσας και θεσμισμένης κοινωνίας -πράγμα που είναι αδύνατον– αλλά κατάργηση της υποδούλωσης της πρώτης στην δεύτερη.
Εν αντιθέσει προς την ετερόνομη κοινωνία η αυτόνομη δεν υποδουλώνεται στους θεσμούς της, δεν τους θεωρεί άπαξ δια παντός θεσμισμένους, ιερούς και απαραβίαστους. Αυτό συμβαίνει διότι δέχεται ρητώς την αυτοθέσμισή της και δεν αναγνωρίζει άλλη πηγή και αιτία του νόμου παρά τον εαυτό της, και ως εκ τούτου δημιουργεί μια κριτική σχέση απέναντι στους θεσμούς της, και δύναται να τους αμφισβητεί και να τους αλλάζει. Η αυτόνομη κοινωνία θέτει ερωτήματα και δεν δύναται να αποφύγει το ουσιώδες ερώτημα: γιατί αυτός ο νόμος και όχι κάποιος άλλος; Η αυτονομία είναι άνοιγμα και ελευθερία, ενώ η ετερονομία εγκλεισμός και περιχαράκωση. Αυτόνομη κοινωνία δεν είναι μια κοινωνία οριζόμενη άπαξ δια παντός, η οποία υιοθετεί άπαξ δια παντός δικαίους νόμους. Αυτόνομη κοινωνία είναι μια κοινωνία στην οποία το ζήτημα της δικαιοσύνης και του νόμου παραμένει πάντοτε σταθερώς ανοικτό. Με άλλα λόγια είναι μια κοινωνία στην οποία υπάρχει πάντοτε κοινωνικώς και πολιτικώς η πραγματική δυνατότητα συλλογικής ενεργητικής αμφισβήτησης του νόμου και της θεμελίωσής του.
Η αυτονομία του Καστοριάδη έχει δύο πλευρές, την ατομική και την κοινωνική, οι οποίες είναι αλληλένδετες. Τα αυτόνομα άτομα είναι αδιανόητα χωρίς αυτόνομη κοινωνία και αντιστρόφως η αυτόνομη κοινωνία είναι αδιανόητη χωρίς αυτόνομα άτομα. Συνεπώς δεν είναι σωστό να αντιπαρατίθεται το άτομο στην κοινωνία, η ατομική αυτονομία στην κοινωνική, όπως έχει γίνει από πολλούς. Αυτόνομο άτομο είναι αυτό που θέτει το ίδιο τους κανόνες της ζωής του, ή με άλλα λόγια που έχει μετασχηματίσει τις σχέσεις του με το ασυνείδητό του ως το σημείο να γνωρίζει τις επιθυμίες του και να ελέγχει την ενεργοποίηση των επιθυμιών του- στο μέτρο που αυτό είναι δυνατόν για ανθρώπινα όντα- να γνωρίζει γιατί θέλει να κάνει κάτι, και να γνωρίζει τι ξέρει και τι δεν ξέρει. Αυτονομία είναι δηλαδή η εγκαθίδρυση μιας νέας σχέσης ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο. Η σχέση αυτή δεν είναι η κυριαρχία του συνειδητού επί του ασυνειδήτου, αλλά σημαίνει την συμπλήρωση του φροϋδικού «όπου ήταν Αυτό, πρέπει Εγώ να γίνω» με το «όπου Εγώ είμαι, Αυτό πρέπει να αναδυθεί» (4). Η σχέση αυτή δημιουργείται από το ίδιο το άτομο δια της πράξεως. Μόνο η πράξις του ανθρώπου τον αποσπά και από τη στείρα θεωρία και την καταπίεση του συστήματος. Έτσι το άτομο οδηγείται στην παραδοχή της θνητότητάς του. Το αυτόνομο άτομο είναι αδιανόητο αν δεν έχει παραδεχθεί την θνητότητά του, δηλαδή ότι δεν υπάρχει άλλη ζωή μετά θάνατον, ει μη μόνο αυτή εδώ που ζει.
Όσον αφορά, άλλωστε, το τι σημαίνει ατομική αυτονομία εν σχέσει με την κοινωνία, ένας πρώτος όρος είναι η δυνατότητα συμμετοχής του ατόμου στην διαμόρφωση του νόμου και στην λήψη των αποφάσεων. Αυτόνομο άτομο είναι το άτομο το οποίο αναγνωρίζει στους νόμους της κοινότητας τους δικούς του νόμους, πράγμα το οποίο επιτυγχάνεται όταν το άτομο συμμετέχει στην θέσμιση των νόμων, ανεξαρτήτως του αν η γνώμη του πλειοψήφησε ή όχι. Συνεπώς η καστοριαδική έννοια της αυτονομίας διαφέρει ριζικώς από την καντιανή έννοια, σύμφωνα με την οποία ένα άτομο είναι αυτόνομο όταν υπακούει σε έναν ηθικό νόμο που έχει τεθεί από τον λόγο του υποκειμένου, είναι ίδιος για όλους και ισχύει αιωνίως.
Όλες σχεδόν οι κοινωνίες είναι ετερόνομες και μόνο δύο φορές έγινε η ρήξη με την θεσμισμένη ετερονομία. Η πρώτη έγινε στις πόλεις της αρχαίας Ελλάδας με την ανάδυση, για πρώτη φορά στην ιστορία, του προτάγματος της αυτονομίας το οποίο με την ενεργή συμμετοχή και των κατωτέρων στρωμάτων οδήγησε στην δημιουργία της δημοκρατίας. Η αυτόνομη κοινωνία είναι αδιανόητη και αξεχώριστη από ένα καθεστώς άμεσης δημοκρατίας, αυτοδιεύθυνσης και αυτοκυβέρνησης. Έτσι αναπόφευκτα η συζήτηση για την αυτόνομη κοινωνία, οδηγείται στην συζήτηση περί άμεσης δημοκρατίας των αρχαίων ελληνικών πόλεων, στην οποία ο Καστοριάδης αναγνωρίζει πολλά στοιχεία της αυτονομίας (5). Η δημιουργία της πολιτικής και της δημοκρατίας συμβαδίζει με την, επίσης για πρώτη φορά, δημιουργία της φιλοσοφίας και οι οποίες συνοδεύονται από την δημιουργία της επιστήμης, της ιατρικής, της ιστοριογραφίας, της ρητορικής, της τραγωδίας και του θεάτρου. Η δημιουργία της πολιτικής, της δημοκρατίας και της φιλοσοφίας από τους Έλληνες είναι η πρώτη ιστορική ανάδυση του προτάγματος της ατομικής και της συλλογικής αυτονομίας, κατά τον Καστοριάδη.
Την άμεση δημοκρατία, εξ άλλου, αντιπαραθέτει ο Καστοριάδης στα σημερινά δυτικά κοινοβουλευτικά πολιτεύματα, τα οποία με αυταρέσκεια και αυτοϊκανοποίηση αυτοαποκαλούνται «δημοκρατίες» ή «αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες». Στην ουσία είναι αντιπροσωπευτικές ολιγαρχίες, φιλελεύθερες ολιγαρχίες όπως τις χαρακτηρίζει. Πράγματι βασικό χαρακτηριστικό της άμεσης δημοκρατίας είναι η απουσία του θεσμούς της αντιπροσώπευσης. Ο δήμος ασκεί άμεσα την εξουσία, χωρίς αντιπροσώπους, υπό όλες τις μορφές της, δικαστική, νομοθετική, εκτελεστική.
 
Συμμετέχει ρητά και συνειδητά στην συνολική θέσμιση της κοινωνίας, μην αναγνωρίζοντας άλλη πηγή και αιτία του Νόμου παρά μόνο τον ίδιο, όπως δηλώνεται στην περίφημη ρήτρα με την οποία άρχιζαν οι νόμοι και τα ψηφίσματα της Εκκλησίας του δήμου: έδοξε τη βουλή και τω δήμω. Όλοι οι πολίτες, δηλαδή οι ελεύθεροι ενήλικες άνδρες, συμμετέχουν στην διαμόρφωση και την λήψη των αποφάσεων, στην διαμόρφωση και την ψήφιση των νόμων, στην Εκκλησία του δήμου. Συμμετέχουν στην δικαστική εξουσία ως δικαστές δια της κληρώσεως. Συμμετέχουν ως βουλευτές στην Βουλή των πεντακοσίων δια της κληρώσεως. Συμμετέχουν στα κατώτερα και μεσαία αξιώματα δια της κληρώσεως. Εκλέγουν όμως, δια ψηφοφορίας στα αξιώματα για τα οποία χρειάζονται ειδικές γνώσεις και ικανότητες, όπως Στρατηγοί, Ταμίες, κ.λ.π. Έτσι κύριο χαρακτηριστικό της Δημοκρατίας είναι η κλήρωσις, που την διαφοροποιεί από όλα τα άλλα πολιτεύματα, ενώ οι εκλογές είναι χαρακτηριστικό της ολιγαρχίας, πράγμα που επισημαίνει ο Αριστοτέλης (6). Όλοι οι ασκούντες εξουσία υπόκεινται σε έλεγχο, δίνουν λόγο και απολογισμό ενώπιον του δήμου (λόγον διδόναι), είναι ανά πάσα στιγμή ανακλητοί και η θητεία τους είναι μικρής διάρκειας.
Άλλο χαρακτηριστικό της άμεσης δημοκρατίας, που επισημαίνει ο Καστοριάδης, είναι η αντίθεση του δήμου προς τους «ειδήμονες», τους δήθεν ειδικούς της πολιτικής. Η κυρίαρχη σήμερα αντίληψη ότι υπάρχουν ειδικοί, «επιστήμονες» επαγγελματίες των πολιτικών πραγμάτων, δεν έχει καμιά σχέση με την δημοκρατία, «χλευάζει την ίδια την ιδέα της δημοκρατίας» (7). Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι η αντίθεση της κοινότητας προς το «κράτος». Η ιδέα μιας γραφειοκρατίας, δηλαδή ενός θεσμού και ενός σώματος διακεκριμένου και χωρισμένου από το σώμα των πολιτών ήταν αδιανόητη για έναν Έλληνα. Η «διοικητική γραφειοκρατία» που ασκούσε τα εκτελεστικά καθήκοντα (με την κυριολεκτική έννοια του όρου) αποτελούνταν από δούλους, τους οποίους επέβλεπαν πολίτες ορισμένοι δια κληρώσεως. Συνελόντι ειπείν, το χαρακτηριστικό της δημοκρατίας είναι η αυτοδιεύθυνση, η πρωτοβουλία, το πάθος για τα κοινά, η ευθύνη, η δημιουργικότητα, τα οποία αναπτύσσονται στο βαθμό που οι πολίτες συμμετέχουν ουσιαστικώς στις υποθέσεις της πόλεως, ασκούν τον έλεγχο και την εξουσία, ασκούν πολιτική με την αληθή σημασία του όρου. Είναι υποκείμενα της πολιτικής και όχι αντικείμενά της.
Η δεύτερη ρήξη με την παραδοσιακή θέσμιση της κοινωνίας γίνεται στην Δυτική Ευρώπη, μετά το τέλος του Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Με τον Διαφωτισμό και τις αστικές επαναστάσεις έχουμε στον 18ο αιώνα ένα νέο κίνημα συλλογικότητας, το οποίο αποκτά εκπληκτικές διαστάσεις στην Γαλλική Επανάσταση και δημιουργείται μια πολιτική φιλοσοφία αμφίσημη. Από την μια, κατά τον Καστοριάδη, είναι βαθιά κριτική και απελευθερωτική. Από την άλλη όμως παραμένει δέσμια μιας ρασιοναλιστικής μεταφυσικής, αφ’ενός όσον αφορά τις θέσεις της πάνω σε αυτό που είναι και αφ’ετέρου όσον αφορά το θεμέλιο αυτού που πρέπει να είναι. Θέτει, γενικώς, ένα «άτομο-ουσία» με πάγιους καθορισμούς και επικαλείται τον ορθό λόγο, την Ratio, ως έσχατο εξωκοινωνικό θεμέλιο της θέσμισης της κοινωνίας.
Έτσι η κοινωνία που διαμορφώνεται, μέσα από αυτό το κίνημα, έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά: από την μία, υπάρχει αυτό που είναι γνωστό ως καπιταλισμός, ως οικονομικό σύστημα με την συνεχή συσσώρευση, την αύξηση της παραγωγής, τις συνεχείς αλλαγές στο εμπόριο, στα μέσα παραγωγής και στην κατανάλωση. Όλες οι μορφές της κοινωνικής ζωής τείνουν να καλυφθούν από την φαντασιακή σημασία του καπιταλισμού: την απεριόριστη επέκταση της «ορθολογικής κυριαρχίας». Από την άλλη όμως, και εκ παραλλήλου με το προηγούμενο, υπάρχει εντός αυτής της κοινωνίας το πρόταγμα της αυτονομίας, του οποίου τις ρίζες, κοινωνικές, ιστορικές, υποκειμενικές διερευνά ο Καστοριάδης (8).
 
Οι κοινωνικές ρίζες αναζητούνται στην εργασία και στις παραγωγικές σχέσεις, στο εργατικό κίνημα και σε άλλα κινήματα όπως των γυναικών, των νέων, το οικολογικό, κ.λ.π. Όσον αφορά τις ιστορικές ρίζες, το πρόταγμα της αυτονομίας ριζώνει και στηρίζεται στην ιστορική πραγματικότητα, στην κρίση που διέρχεται η κατεστημένη κοινωνία και στην αμφισβήτησή της από την μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων που ζουν εντός αυτής. «Η αμφισβήτηση αυτή έκδηλη στις μεγάλες ανοικτές συγκρούσεις και τις επαναστάσεις που σημαδεύουν την ιστορία του καπιταλισμού, είναι διαρκώς παρούσα, με έναν υπόρρητο και λανθάνοντα τρόπο, στην εργασία των ανθρώπων, στην καθημερινή τους ζωή, στον τρόπο υπάρξεώς τους» (9).
Η προσπάθεια θεμελιώσεως της ισότητας, της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της δημοκρατίας σε ένα εξωκοινωνικό θεμέλιο είναι εγγενώς αντινομική, κατά τον Καστοριάδη. Είναι η ίδια η εκδήλωση της ετερονομίας. Από την άλλη η αυτονομία δεν είναι ένα χαρακτηριστικό της ανθρώπινης «φύσεως». Ούτε είναι, και δεν μπορεί να είναι μια επιστημονική θέση. Η αυτονομία δεν είναι εγγεγραμμένη στο είναι. Το είναι δεν έχει κάποιες προδιαθέσεις για την αυτονομία. Δεν υπάρχει ούτε μεταφυσικό θεμέλιο για την αυτονομία, ούτε ορθολογικό, διότι αυτό προϋποθέτει το ίδιο το θεσμίζον κίνημα της αυτονομίας, το οποίο ορίζει την ορθολογικότητα. Ούτε είναι επίσης κάποια αναγκαιότης, πράγμα που θα ήταν αντιφατικό με την έννοια της ελευθερίας. Αν και ο Καστοριάδης αρνείται την ιδέα μιας θεωρητικής, φιλοσοφικής ή ορθολογικής θεμελίωσης της αυτονομίας, εν τούτοις δεν αρνείται εντελώς την ιδέα μιας δικαιολόγησής της. Η δικαιολόγηση αυτή στηρίζεται στον λόγο και αναζητείται στο κοινωνικό-ιστορικό.
 
Το πρόταγμα της αυτονομίας, η διερώτηση, ο αναστοχασμός και εν τέλει ο λόγος, έχουν ήδη δημιουργηθεί, είναι ήδη εδώ, ανήκουν στην παράδοση μας, στην ελληνοδυτική παράδοση. Δηλαδή η δικαιολόγηση του προτάγματος της αυτονομίας δεν αναζητείται έξωθεν ή άνωθεν του προτάγματος, αλλά εντός της κοινωνικό-ιστορικής δημιουργίας. Η δικαιολόγησή του υποστηρίζεται λογικώς από τα αποτελέσματα και τις συνέπειες του ιδίου του προτάγματος. Συνεπώς η αυτονομία δεν είναι ουτοπικό σχέδιο, διότι υπήρξε μερική πραγμάτωσή της στο παρελθόν, στην αρχαία δημοκρατία, στους νέους χρόνους, και στα σύγχρονα κινήματα των νέων, των γυναικών, των μειονοτήτων, το οικολογικό κίνημα, κ.λ.π. τα οποία διέπονται από το πρόταγμα της αυτονομίας.
Έτσι λοιπόν η αυτονομία αναδύεται ως δημιουργία κοινωνικό-ιστορική, πιο συγκεκριμένα ως δημιουργία ενός προτάγματος, του οποίου στοιχεία και εκδηλώσεις διαπιστώνουμε στην κοινωνικό-ιστορική πραγματικότητα, όπως ανεφέρθη. Το δημοκρατικό άτομο δεν είναι ένα οποιοδήποτε άτομο.
 
Η δημοκρατία απαιτεί έναν άλλον ανθρωπολογικό τύπο, έναν άλλο ανθρωπολογικό υπόστρωμα από αυτό που υφίσταται στις σημερινές κοινωνίες. Υπό αυτήν την έννοια συνδέεται στενότατα με την βασικότατη έννοια της παιδείας. Ο σημερινός ανθρωπολογικός τύπος είναι αυτός του καταναλωτή, του τηλεθεατή, του ιδιώτη, του ψηφοφόρου. Η ανάδυση του προτάγματος της αυτονομίας και η εγκαθίδρυση μιας αυτόνομης κοινωνίας, προϋποθέτει και συνεπάγεται μια διαδικασία ανθρωπολογικής μετάλλαξης, η οποία συνδέεται με την συλλογική δράση των ανθρώπων και δημιουργεί πολιτική και παιδεία. Παιδεία με την ευρύτερη έννοια του μετασχηματισμού των ατόμων, τα οποία συμμετέχουν στον μετασχηματισμό της κοινωνίας, μετασχηματιζόμενα τα ίδια εντός και δια μέσου αυτής της πολιτικής διαδικασίας, αυτοπαιδεύονται, αυτοδιδάσκονται πολιτικώς και κοινωνικώς.
Η ιδέα της αυτονομίας είναι μια κοινωνική φαντασιακή σημασία, μία πολιτική ιδέα και ένα πολιτικό βούλεσθαι και πράττειν που αφορά την θέσμιση της κοινωνίας ως πολιτικής κοινότητας. Συνεπώς έχει να κάνει με την δική μας υπεύθυνη συνειδητή εκλογή και επιλογή, στάση και τοποθέτηση. Αυτά τα πράγματα όχι μόνο δεν μπορούμε να τα αποφύγουμε, αλλά είναι αναγκαία και θετική προϋπόθεση για την δράση μας.
Όμως σήμερα αυτό που διαπιστώνουμε είναι η απουσία του προτάγματος της αυτονομίας ή μάλλον η έκλειψή του, διότι δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτό το πρόταγμα έχει τελειώσει. Δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτό που ζούμε είναι το τέλος του προτάγματος της αυτονομίας. Είναι σαν να λέμε ότι τελείωσε και η δυτική ιστορία – αφού η δυτική ιστορία χαρακτηρίζεται από το πρόταγμα αυτό. Ως γνωστόν το τέλος της ιστορίας υποστηρίχθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 90 από τον F. Fukuyama, πράγμα το οποίο είναι και αποδεικνύεται καθημερινώς λανθασμένο (10).
Τι μπορεί να γίνει λοιπόν σήμερα; Τί και πώς μπορεί να αλλάξει τον σημερινό κυρίαρχο ανθρωπολογικό τύπο του καταναλωτή και τηλεθεατή, του απαθούς και αδιάφορου για τα κοινά πράγματα, του αποπολιτικοποιημένου και εφησυχασμένου, του ιδιωτεύοντος και επιδιώκοντος τον ατομικό ευδαιμονισμό, του εγκλεισμένου και λεηλατημένου από την ασημαντότητα, τον κομφορμισμό και την αλλοτριωτική γκρίζα καθημερινότητα; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη από την πολιτική εγρήγορση και δραστηριότητα των ανθρώπων, η οποία είναι η απαραίτητη συνθήκη για την αναγέννηση του δημοκρατικού κινήματος, για την δημιουργία νέων μορφών πολιτικής οργάνωσης. Σε αυτό το σημείο ο Καστοριάδης συναντάει τον «σκοτεινό» Εφέσιο του 6ου αιώνα: τοις εγρηγορόσιν είς και ξυνός κόσμος, των δε κοιμωμένων έκαστος εις ίδιον αποστρέφεται. (Όσοι αγρυπνούν έχουν έναν κοινό κόσμο, ενώ όσοι κοιμούνται στρέφονται ο καθένας στον δικό του κόσμο). Αυτό που χρειάζεται λοιπόν είναι η δημιουργία ενός νέου κοινού κόσμου, συζητήσεων, προβληματισμού, παραγωγής ιδεών και δράσεως.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Παρίσι 1975. (Ελλην. Έκδοση Ύψιλον 1981). Σημειωτέον ότι το πρώτο μέρος είχε δημοσιευθεί το 1964-65 στα τελευταία τεύχη του περιοδικού Socialisme ou Barbarie, το οποίο εξέδιδε από το 1949 η ομότιτλη ομάδα, της οποίας κύριος συντελεστής ήταν ο Καστοριάδης.
(2) Καστοριάδης, «Θέσμιση της κοινωνίας και θρησκεία», Χώροι του ανθρώπου, σ.275
(3) Καστοριάδης, όπ.π., σ.290
(4) Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, σ.150-157
(5) Βλ. Καστοριάδη, «Η ελληνική πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας», Χώροι του ανθρώπου, σσ. 159-209, και του ιδίου Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα, Ύψιλον 1986.
(6) Βλ. Γ.Ν. Οικονόμου, «Η αρχαία δημοκρατία», Ο πολίτης, τ.121, Ιανουάριος-Μάρτιος 1993, σ.41
(7) Καστοριάδης, «Η ελληνική πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας», Χώροι του ανθρώπου, σ.192
(8) Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, σ.141-149
(9) Καστοριάδης, όπ.π., σ.141-142
(10) Οι αιτίες για την έκλειψη του προτάγματος είναι πολλές και μπορούν να βοηθήσουν στην κατανόηση της καταστάσεως. Βλ. Γ.Ν. Οικονόμου, «Η έννοια της πολιτικής στον Καστοριάδη», Ελευθεροτυπία, 7 Αυγούστου 1999.

Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

ΤΙ ΘΑ ΕΛΕΓΕ Ο ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ ΣΗΜΕΡΑ

Τραμαντζά) --- Σειρά Ιδέες & Θεωρίες που Διαμόρφωσαν τον ΠολιτισμόΕκτύπωσηE-mail
Πέμπτη, 30 Ιούνιος 2011 15:38
Cornelius_CastoriadisΟ Κορνήλιος Καστοριάδης (1922 – 1997), φιλόσοφος, οικονομολόγος και ψυχαναλυτής, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους διανοητές του 20ου αιώνα. Διευθυντής σπουδών στη Σχολή Ανώτερων Σπουδών Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού από το 1979, οι απόψεις του επηρέασαν τους επαναστατικούς κύκλους της εποχής εντός και εκτός γαλλικών συνόρων. Η αναγνώριση του ιδίου όμως άργησε να έρθει, καθώς χρησιμοποιούσε διάφορα ψευδώνυμα (Pierre Chaulieu, Paul Cardan, Marc Noiraud κ.α) από το 1945 εώς το 1970. Αυτό συνέβαινε επειδή ο Καστοριάδης ζούσε υπό το φόβο της απέλασης στην Ελλάδα μέχρι το 1970, οπότε και απέκτησε τη γαλλική υπηκοότητα. Το 1989 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και το 1993 επίτιμος διδάκτορας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης (el.wikipedia.org).

Ετερονομία - Αυτονομία κατά τον Καστοριάδη
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης ήταν υπέρμαχος της αυτονομίας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τον αποκαλέσουν “φιλόσοφο της Αυτονομίας”. Θα ξεκινήσω όμως με τον ορισμό της ετερονομίας, έτσι ώστε το νόημα της αυτονομίας να γίνει απόλυτα κατανοητό.
Ετερονομία κατά τον Καστοριάδη είναι όταν η κοινωνία, στην προσπάθεια να διαφυλάξει τους θεσμούς που η ίδια έχει δημιουργήσει, φαντάζεται ότι αυτοί οι θεσμοί δεν είναι έργο ανθρώπινο, αλλά εξωκοινωνικό. Παλιότερα παρουσιαζόταν ως έργο των θεών ή του θεού, ενώ σε πιο σύγχρονες κοινωνίες η εξωκοινωνική αυτή “δύναμη” παίρνει τη μορφή των ιστορικών, των φυσικών ή των λογικών νόμων. Το αποτέλεσμα σε κάθε περίπτωση είναι να μας δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι αυτούς τους θεσμούς δεν μπορούμε να τους αλλάξουμε. Αυτό που σήμερα (αλλά και στη συντριπτική πλειοψηφία των κοινωνιών του παρελθόντος) επικρατεί είναι το καθεστώς της ετερονομίας (Η Δύση και Ο Τρίτος Κόσμος*).

Αντίθετα, μια αυτόνομη κοινωνία έχει συνείδηση της αυτοθέσμισής της. Παρά την κριτική που θα μπορούσαμε να ασκήσουμε στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία, δε θα έπρεπε ωστόσο να παραβλέψουμε το γεγονός ότι εμπεριείχε στοιχεία αυτονομίας. Οι Αθηναίοι πολίτες (δηλ. οι ελεύθεροι άνδρες) γνώριζαν ότι οι νόμοι τους είχαν θεσπιστεί από τους ίδιους, ήταν δηλαδή αυτονομιμοποιούμενοι και άρα μπορούσαν και να τους αλλάξουν. Παρόλ΄ αυτά η τήρηση των νόμων και ο σεβασμός προς αυτούς, όχι μόνο δεν ήταν κατώτεροι από ό,τι σε μια κοινωνία ετερονομίας, αλλά αντίθετα, ίσως ήταν και πιο ισχυροί (el.wikipedia.org). Αυτονομία λοιπόν για τον Καστοριάδη σημαίνει να μπορούμε να θέτουμε υπό αμφισβήτηση τις προϋποθέσεις της σκέψης μας και να τις ξανασκεφτόμαστε, να μην είμαστε δογματικοί, να μη θεωρούμε ότι υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς που είναι αναμφισβήτητοι, κλπ. Η αυτονομία βέβαια δεν είναι μια πανάκεια που θα “σώσει”την ανθρωπότητα ή που θα δώσει από μόνη της τις απαντήσεις σε όλα τα ζητήματα που απασχολούν ή που έχουν κατά περιόδους απασχολήσει τις διάφορες κοινωνίες του κόσμου (Η Δύση και Ο Τρίτος Κόσμος). Μας δίνει την αίσθηση της δύναμης ότι μπορούμε να αλλάξουμε κάποιους θεσμούς και γενικά τα “κακώς” κείμενα της κοινωνικής μας πραγματικότητας.

Από τον άνθρωπο καταναλωτή στον έλευθερα σκεπτόμενο άνθρωπο

Ο Καστοριάδης ήταν απαισιόδοξος με το σύγχρονο άνθρωπο-καταναλωτή. Πίστευε πως το σύγχρονο καπιταλιστικό σύστημα δημιουργεί ανθρώπους πολιτικά απαθείς, που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η αύξηση της κατανάλωσης. Η μόνη αξία που το σύστημα αυτό δημιουργεί σε συνεργασία με τα “μέσα μαζικής δήθεν ενημέρωσης”, είναι ο καθένας από εμάς να κερδίζει ολοένα και περισσότερα. Βλέπει λοιπόν ο Καστοριάδης ότι η εμμονή των σημερινών κοινωνιών με την απεριόριστη διεύρυνση της παραγωγής και της κατανάλωσης, έχει ως αποτέλεσμα το πρόταγμα της αυτονομίας να παίζει δευτερεύοντα (ή και συχνά ανύπαρκτο) ρόλο στη διαμόρφωση των ίδιων των κοινωνιών. Η παραχώρηση μικρών ελευθεριών και η παροχή κάποιων “απολαύσεων” από μέρους της εξουσίας (της “φιλελεύθερης ολιγαρχίας” κατά τον Καστοριάδη) είναι αρκετή σήμερα για να “κοιμίσει” τις συνειδήσεις των ατόμων-καταναλωτών, το σύγχρονο ανθρωπολογικό τύπο, άμεσο παράγωγο του καπιταλισμού (Η Ιδέα της Επανάστασης).

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης εκφράζει την απορία του για το σύγχρονο πολιτικό σύστημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Αναρωτιέται: τι είναι αυτό το περίεργο καθεστώς στο οποίο οι λίγοι κυβερνούν τους πολλούς, γιατί υποτίθεται ότι μόνο οι λίγοι καταλαβαίνουν και οι πολλοί δε θα μπορούσαν να συμμετάσχουν στα πράγματα διότι δεν καταλαβαίνουν. Αλλά αυτοί οι πολλοί, οι οποίοι δεν καταλαβαίνουν τα ζητήματα, καταλαβαίνουν αρκετά ώστε να καταλάβουν ποιοι τα καταλαβαίνουν και να τους εκλέξουν (Η Πολιτική Σήμερα). Ακριβώς αυτή την απορία ακούμε σήμερα στις πλατείες της Ελλάδας. Ίσως εκφρασμένη διαφορετικά, ίσως πιο οργισμένα, ίσως όχι τόσο καλά διατυπωμένη κάθε φορά, χωρίς όμως να αλλάζει το νόημα και η ουσία της παραπάνω θέσης.

Χιλιάδες άνθρωποι, μισό εκατομμύριο ακούγεται, βγήκαν στους δρόμους της Αθήνας, για να διαμαρτυρηθούν μαζικά κατά των αποφάσεων και των ενεργειών της κυβέρνησης. Δεν είναι ο σκοπός του παρόντος άρθρου να εξετάσει αν αυτές οι αποφάσεις υπαγορεύονται από ξένα κέντρα και αν θα ωφελήσουν τις παγκόσμιες τράπεζες, εξαθλιώνοντας τους κατοίκους της χώρας. Αυτό που ενδιαφέρει και είναι σχετικό με τους σκοπούς του κειμένου αυτού, είναι ότι οι πολίτες αμφισβητούν μαζικά μετά από πάρα πολύ καιρό. Αμφισβητούν αυτό που μέχρι πρότινος ήταν σχεδόν κοινά παραδεκτό, ότι δηλαδή αυτοί που είναι στην εξουσία καταλαβαίνουν καλύτερα τα ζητήματα που απασχολούν το λαό από τον ίδιο το λαό. Διαφωνούν επίσης ανοιχτά με τη λύση που οι κυβερνώντες “προτείνουν” (ή μάλλον προσπαθούν να εκβιάσουν) ως τη μόνη σωτηρία της χώρας.

Οι άνθρωποι που παίρνουν το λόγο, εκφράζουν τις αγωνίες και τις επιθυμίες τους και κάνουν προτάσεις, δεν είναι στην πλειοψηφία τους ούτε πολιτικοί επιστήμονες ούτε φιλόσοφοι. Είναι ο απλός “μέσος” άνθρωπος, το προϊόν του καπιταλισμού και της “φιλελεύθερης ολιγαρχίας”, ο μέχρι πρότινος άνθρωπος-καταναλωτής. Τι μεσολάβησε και πώς ωρίμασε έτσι ξαφνικά ο “μέσος άνθρωπος”; Πώς ο άνθρωπος-καταναλωτής του Καστοριάδη του 1990 μεταπήδησε όλα τα ενδιάμεσα στάδια και έφτασε σήμερα να θυμίζει έναν άνθρωπο-φιλόσοφο ή έστω έναν ώριμο πολιτικά άνθρωπο; Είχε κάνει ο Καστοριάδης λάθος στην εκτίμησή του για το σύγχρονο άνθρωπο;

Εξελίξεις των τελευταίων είκοσι ετών

Η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα δε μπορεί φυσικά να είναι ούτε απλή ούτε μονοδιάστατη. Οι διεργασίες πολύπολοκες και αλληλένδετες σε τοπικό αλλά και διεθνές επίπεδο. Πώς να προβλέψει ένας άνθρωπος, έστω και του μεγέθους του Κορνήλιου Καστοριάδη, όλα αυτά που συνέτρεξαν τα τελευταία είκοσι χρόνια; Τι να πρωτο-αναφέρεις και τι να πρωτο-αναλύσεις;

Τη διαφθορά της κοινωνίας και της πολιτικής, η οποία είχε ήδη κουράσει το λαό παρά το γεγονός ότι αποτελούσε μέρος της; Την εναλλαγή δύο μόνο κομμάτων εξουσίας τα τελευταία τριάντα χρόνια; Το ότι τα κόμματα αυτά έχουν πολλάκις καταχραστεί τη λαϊκή εντολή αλλά και τη δημόσια περιουσία, έχουν αθετήσει επανειλημμένα τις προεκλογικές τους υποσχέσεις οι οποίες τους έφεραν στην εξουσία, έχουν υποδουλώσει τη χώρα σε ξενα αφεντικά κι έθεσαν τις βάσεις για μια νέα Ελλάδα, μια Ελλάδα εξαθλιωμένη και χρεωμένη για πολλές μελλοντικές γενιές;
Από την άλλη είναι και τα διεθνή γεγονότα που οπωσδήποτε έπαιξαν έναν καίριο ρόλο. Οι εξεγέρσεις των αραβικών χωρών και η επιτυχία τους μας θύμισαν ξανά κάτι που είχαμε ξεχάσει ότι μπορεί να γίνει, ότι έχει γίνει πολλές φορές πράξη. Την απλή παραδοχή ότι όταν ο λαός διεκδικεί μαζικά μπορεί να νικήσει είχαμε περιοριστεί στο να την αποστηθίζουμε από τα βιβλία της ιστορίας, για να γράψουμε καλά στις εξετάσεις. Το αφύπνισμα των Ισπανών που μας έδειξαν τον τρόπο να εφαρμοστεί το παράδειγμα των αράβων στις δυτικές κοινωνίες έπαιξε καταλυτικό ρόλο.

Μπορεί βέβαια να είναι και το ίδιο το σύστημα του καπιταλισμού, που παρά το επιθετικό και άγριο πλέον πρόσωπό του, μας αποκάλυψε τώρα πια και τα αδύναμα σημεία του. Το γεγονός ότι ο καπιταλισμός ως πολιτικο-οικονομικό σύστημα εμπεριέχει εξ ορισμού την ύπαρξη κρίσεων, ίσως είναι και η αχίλλειος πτέρνα του. Η “πολυτραγουδισμένη” παγκοσμιοποίηση που χρησιμοποιήθηκε από τις ελίτ ως μηχανή φτηνού εργατικού δυναμικού και μεγιστοποίησης των κερδών τους, εξελίσσεται σε μπούμερανγκ εναντίον του ίδιου του συστήματος που τη γέννησε και την εξέθρεψε. Από ό,τι αρχίζει να διαφαίνεται στον ορίζοντα, η παγκοσμιοποίηση δεν είναι μόνο ικανή να δημιουργήσει παγκόσμιες κρίσεις, αλλά και παγκόσμιες επαναστάσεις. Μήπως είναι η καίρια στιγμή για ένα αποφασιστικό χτύπημα κατά του καπιταλιστικού συστήματος και των δομών του τώρα που αυτός χωλαίνει και επιτίθεται -για να κρύψει βεβαίως την αδυναμία του και κατόπιν να επανέλθει πιο δυνατός πιο αποφασιστικός, πιο ανελεύθερος; Μήπως είναι ή τώρα ή ποτέ; (με το ΄ποτέ΄ εννοώ ασφαλώς τη σημερινή και τις αμέσως επόμενες γενιές)

Ίσως πάλι η απάντηση να είναι πιο απλή και να εμπεριέχεται στην απλή αναρώτηση του Καστοριάδη: Αν η “εκπροσωπευτική δημοκρατία” εξελίσσεται μοιραία προς την ολιγαρχία, το ερώτημα της άμεσης δημοκρατίας δεν τίθεται με ανανεωμένο σφρίγος; (Η Επανάσταση Μπροστά στους Θεολόγους). Μήπως η ολιγαρχία πλέον περιλαμβάνει μια πολύ μικρή, απρόσωπη και ίσως προεπιλεγμένη ελίτ που έχει γίνει πια αμείλικτη και, κατά συνέπεια πιο αισθητή; Από τα λόγια πάντως που ακούγονται στις συνελεύσεις φαίνεται ότι πολύς κόσμος έχει πια συνταχτεί, έστω και εν αγνοία του, με την άποψη αυτή του Καστοριάδη. “Δε θέλουμε δημοκρατία με αντιπροσώπους, αμεσοδημοκρατία τώρα χωρίς αντιπροσώπους”, “Η πολιτική είναι υπόθεση όλων μας. Η κοινωνία χρεωκόπησε. Ας το αλλάξουμε αυτό”, “Ήρθαμε εδώ με αφορμή το οικονομικό, μετά είδαμε ότι είναι πολιτικό, μετά πολιτειακό, μετά κοινωνικό. Δε θα έρθει ένα σύνταγμα να μας αλλάξει, πρέπει να γίνει εσωτερική αλλαγή”, “Το σύστημα ευνοεί λίγους και καταπιέζει τους πολλούς”, “Εξουσία σε 300 δεν είναι δημοκρατία. Η εξουσία πρέπει να γυρίσει πάλι στα χέρια του λαού”, “Έχουμε συνειδητοποιήσει και ζητούμε πλέον καθαρά να γυρίσει η Δημοκρατία στη βάση, δηλαδή σε όλους εμάς. Να μην υπάρχει κανένα σύμβολο ή σημαία. Και να εκθρονιστούμε όλοι μας από το όποιο βόλεμά μας και να οργανωθούμε” (www.real-democracy.gr).

Οι πολίτες της Ελλάδας φαίνεται να έχουν νιώσει στο πετσί τους το ότι το να είσαι κύριος του εαυτού σου, και το να έχεις επιβάλει κάποια όρια στην εξουσία των κυρίων σου είναι δύο πράγματα ριζικώς διαφορετικά (Η Επανάσταση Μπροστά Στους Θεολόγους). Ε, λοιπόν αυτό ακριβώς γνωρίζει σήμερα ο άνθρωπος της πλατείας κι αυτό βροντοφωνάζει. Ναι, η αφύπνιση του κόσμου ξεκίνησε από την οικονομική εξαθλίωση που επιβάλλει σήμερα η παγκόσμια ελίτ, αλλά πολύ γρήγορα, σχεδόν αυτομάτως, μετεξελίχθηκε σε αμφισβήτηση της όλης δομής της σύγχρονης κοινωνίας και των θεσμών της. Δεν είναι πια οι κινητοποιήσεις ένα “ΌΧΙ”, δεν είναι πλέον ένας αγώνας για “να μην περάσει κάτι”. Είναι ένας αγώνας ολικός, να γκρεμιστεί ό,τι είναι σάπιο και ανελεύθερο και να χτιστεί κάτι φρέσκο, πιο ελεύθερο, κάτι που δεν έχει δοκιμαστεί μέχρι σήμερα. Ίσως και αυτή να είναι η διαφορά του κινήματος των “αγανακτισμένων” (αν και προτιμώ τον όρο “άνθρωποι της πλατείας”) με όλες τις προηγούμενες κινητοποιήσεις. Οι άνθρωποι στις πλατείες αυτή τη στιγμή δε λένε ένα απλό όχι, αλλά δημιουργούν. Δημιουργούν τις προϋποθέσεις, κάτω από τις οποίες μπορεί να λειτουργήσει ένα καθεστώς Άμεσης Δημοκρατίας. Είναι ενεργοί πολίτες, ενδιαφέρονται και συμμετέχουν, υποβάλλουν προτάσεις, έχουν όλοι δικαίωμα έκφρασης και ψήφου για όλα τα θέματα, σέβονται και ακούν το συνομιλητή τους, τηρούν με ευλάβεια τις διαδικασίες που οι ίδιοι έχουν θεσπίσει, κανένας μα κανένας δεν είναι υπεράνω κριτικής και ο καθένας μπορεί να κληθεί να απαντήσει για τις ενέργειές του. Όλα αυτά είναι που δίνουν ένα διαφορετικό φως ελπίδας στις πλατείες της χώρας. Γιατί όπως μας υπενθυμίζει και ο Καστοριάδης, “Υπό τις συνθήκες της σύγχρονης εποχής, οι μορφές της αυτοκυβέρνησης μένουν ασφαλώς να βρεθούν, ή καλύτερα, να δημιουργηθούν” (Η Ιδέα της Επανάστασης).

ΜΜΕ και η “σουρεαλιστική” μας φάρσα
Είναι ακόμη κάποιοι βέβαια, ειδικά τα καθεστωτικά ΜΜΕ, οι οποίοι χλευάζουν και μειώνουν το κίνημα των πλατειών. Θα αναφερθώ, για παράδειγμα, σε τρία διαφορετικά άρθρα του ηλεκτρονικού Βήματος (www.tovima.gr/opinions). Το άρθρο “Το Πλήθος της πλατείας, ο Παπανδρέου και το Ρίσκο” θεωρεί ότι το κίνημα της πλατείας δεν έχει (και μάλλον δεν μπορεί να) αναδείξει μια ολοκληρωμένη εναλλακτική πρόταση (Αντώνης Καρακούσης). Στο άρθρο “Μεταξύ Θάτσερ και Γαλατικού Χωριού” υπονοείται ότι πέρα από τις “σοβαρές” προτάσεις του ίδιου του αρθρογράφου (που περιλαμβάνουν το μνημόνιο και ό,τι θέλουν να επιβάλουν οι εγχώριες και ξένες καθεστωτικές δυνάμεις), “τα υπόλοιπα είναι καλαμπούρια για τα καφενεία και τις υπαίθριες μεταμεσονύχτιες μαζώξεις” (Αντώνης Καρακούσης).
Στο άρθρο με τίτλο “Χωρίς Διαδίκτυο” από την άλλη, αναφέρεται ότι είναι πολλοί αυτοί που “δε στηρίζουν τη χώρα”. Αυτοί περιλαμβάνουν “ τους εξ αντιγραφής «αγανακτισμένους», τους δεξιούς, τους αριστερούς και τους περισσότερους βουλευτέςτου ΠαΣοΚ” (Ριχάρδος Σωμερίτης). Σε ένα τσουβάλι όλοι λοιπόν. Όπως όμως ο μεγάλος Καστοριάδης θα απαντούσε, η εφημερίδα μας δεν περιέχει, όπως πίστευε ο Hegel, τη “ρεαλιστική πρωινή μας προσευχή”, αλλά μάλλον την καθημερινή σουρεαλιστική μας φάρσα (Οι Διανοούμενοι και η Ιστορία). Αν και η φράση αυτή δείχνει με μια πρώτη ανάγνωση ότι είναι μια κριτική κατά των εφημερίδων και της “πλαστής” πραγματικότητας την οποία προωθούν, αυτό που πραγματικά εννοεί είναι κάτι άλλο. Ότι η πραγματικότητα (παρελθούσα ή παροντική, δεν έχει σημασία) είναι μόνο ένα από τα πιθανά σενάρια, το οποίο έτυχε να επικρατήσει. Η πραγματικότητα παραμέρισε άλλα σενάρια, τα οποία θα μπορούσαν να είναι είτε καλύτερα είτε χειρότερα. Όμως το ότι κάτι είναι “γεγονός”, “πραγματικό”, δε θα έπρεπε να παίζει κανένα ρόλο στον “καθαγιασμό” του. Το να υπερασπίζονται λοιπόν οι κύριοι και κυρίες των ΜΜΕ την παρούσα κατάσταση και τις αντίστοιχες προτεινόμενες λύσεις ως τις μόνες δυνατές και “ρεαλιστικές”, δεν είναι τίποτε άλλο από μια σουρεαλιστική φάρσα. Αρνούνται πεισματικά να εννοήσουν ότι η “πραγματικότητα” είναι πολύ πιο πολύπλοκη από ό,τι έχει κατορθώσει να επικρατήσει ως το “ένα και μοναδικό ορθόδοξο δόγμα”. Αν και καθημερινά πιπιλίζουν την καραμέλα “η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα”, βλέπουν ωστόσο ένα “αδιέξοδο” στην άμεση δημοκρατία των πολιτών. Η λέξη ΄δημοκρατία΄ έχει εκφυλιστεί τόσο πολύ, ώστε να είναι η “δημοκρατία” των επαϊόντων, των ισχυρών και της φιλελεύθερης ελίτ που “ξέρουν καλύτερα”.

Το να χλευάσεις κάτι καινούριο όμως είναι πολύ εύκολο. Αυτό το άρθρο δε θα αναλωθεί στο αν τα κατεστημένα ΜΜΕ είναι κατευθυνόμενα ή πληρωμένα ή ο,τιδήποτε άλλο. Αυτά τα ακούμε και τα υποψιαζόμαστε όλοι. Υπάρχει όμως και η πιθανότητα κάποιοι να προτιμούν απλώς την εύκολη λύση. Με βάση το νόμο των πιθανοτήτων, σπανίως στην ιστορία της ανθρωπότητας κατάφερε κάποιο κίνημα να μαζικοποιηθεί και να διεκδικήσει, και τελικώς να επιτύχει (μέχρις ενός βαθμού) κάποια από τα αιτήματά του. Ναι, υπάρχουν πολλά φωτεινά παραδείγματα, αλλά αν αναλογιστούμε πόσα αποτυχημένα κινήματα υπήρξαν και ξεχάστηκαν ή αγνοήθηκαν από την ιστορία -εξαιτίας εν μέρει και της αποτυχίας τους να φέρουν κάτι καινούριο-, τότε μπορούμε να καταλάβουμε και γιατί αυτοί οι κύριοι και κυρίες θεωρούν πιο “ασφαλές στοίχημα” να αποδοκιμάσουν και να χλευάσουν το κίνημα. Στατιστικά είναι πιο πιθανό να αποτύχει στους στόχους του και οι ίδιοι να επιβεβαιωθούν από τα “γεγονότα”.

Το δύσκολο εγχείρημα είναι να αναλύσεις και να προσπαθήσεις να καταλάβεις τα αίτια που ώθησαν αυτόν τον κόσμο στις πλατείες. Να διακρίνεις τα σπέρματα θετικών αλλαγών που ένα τέτοιο κίνημα θα μπορούσε να επιφέρει, και τελικά να κάνεις έναν απολογισμό του και μία “πρόβλεψη” ως προς τις πιθανότητες επιτυχίας ή αποτυχίας του να επηρεάσει τις εξελίξεις.

Γαλλία 18ος αιώνας – Ελλάδα 21ος αιώνας

Ως μία πρώτη απάντηση σ΄αυτούς που αποκαλούν τους ανθρώπους της πλατείας “αιθεροβάμονες”, “απελπισμένα αισιόδοξους”, “αερολόγους”, “μπαχαλάκηδες” ή ο,τιδήποτε παρόμοιο, θα πρέπει να ξαναειπωθεί το χιλιοειπωμένο: ούτε μία φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, ένα κίνημα που προσπάθησε να ανατρέψει την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων δεν έτυχε της άμεσης αποδοχής του ίδιου του κατεστημένου και των φερεφώνων του. Οι έλληνες που μάχονταν για την ανεξαρτησία τους ήταν “τρομοκράτες” κατά το Μέτερνιχ (1773-1859, Υπουργός Εξωτερικών της Αυστρίας), οι επαναστάσεις των Αράβων αντιμετωπίζονται ως απειθαρχία και βίαιη ανατροπή από τα καθεστώτα τους, η γαλλική Επανάσταση βρήκε τεράστια αντίσταση από τη μοναρχία και τους δεξιούς λακέδες της.

Ακούω ήδη τον αντίλογο: πώς είναι δυνατό να συγκρίνεις τη γαλλική Επανάσταση μ΄αυτό που γίνεται σήμερα στην Ελλάδα; Πριν συνεχίσω, θα ήθελα μόνο να επισημάνω (ή να υπενθυμίσω) μερικά σημεία για την “προ Επανάστασης” κατάσταση στη Γαλλία. Το κράτος λίγο πριν την Επανάσταση (1789) ήταν σε κατάσταση χρεωκοπίας (λόγω των πολέμων στους οποίους είχε συμμετάσχει), οι τιμές των τροφίμων ανέβαιναν κατακόρυφα, και όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναγκάζονταν να ζήσουν σε συνθήκες οικονομικής εξαθλίωσης και πείνας. Οι ομοιότητες με την κατάσταση στη χώρα μας ανατριχιαστικά ευδιάκριτες. Επιπλέον, ο κόσμος είχε ήδη αρχίσει να απεχθάνεται τα ιδιαίτερα προνόμια που απολάμβαναν οι ευγενείς, την επιρροή της εκκλησίας στα δημόσια πράγματα, και είχε αρχίσει πια να διεκδικεί την κοινωνική, πολιτική και οικονομική ισότητα (en.wikipedia.org).

Πέρα από τις ομοιότητες της Γαλλικής πραγματικότητας του 18ου αιώνα με αυτή της Ελληνικής του 21ου, ο ίδιος ο Καστοριάδης θα δώσει για άλλη μία φορά την απάντηση: “Η ιστορία της ελευθερίας στην Ευρώπη δεν είναι μια ιστορία παρεσχημένων μεταρρυθμίσεων. Είναι μια ιστορία αγώνων, των οποίων μέρος αποτελούν οι επαναστάσεις” (Η Επανάσταση Μπροστά στους Θεολόγους). Ακόμη λοιπόν κι αν πολλοί θεωρούν τον όρο “επανάσταση” πολύ μεγάλο, για να συμπεριλάβουν τις σύγχρονες ελληνικές κινητοποιήσεις σ΄αυτόν, δεν μπορούν να αρνηθούν τον όρο “αγώνας”. Άλλωστε ως “αγώνας” κατά των κατεστημένων αντιλήψεων και της άρχουσας τάξης ξεκινούν όλες οι επαναστάσεις. Το αν ένας αγώνας θα επιτύχει να γίνει “επανάσταση”, το κρίνει η ιστορία εκ του αποτελέσματος και της μαζικότητάς του. Λίγη σημασία έχουν όμως οι όροι. Το πιο σημαντικό είναι ότι κανείς δε θα τολμήσει να αμφισβητήσει το ότι τα σύγχρονα καθεστώτα της Δύσης δεν εμφανίστηκαν εκ του μηδενός. Δεν αποφάσισαν μια μέρα τα κυρίαρχα στρώματα να επιτρέψουν περισσότερες ελευθερίες στο λαό ή και περισσότερα δικαιώματα. Τα σύγχρονα δυτικά καθεστώτα φιλελεύθερης ολιγαρχίας είναι απλώς κατάλοιπα ή υποπροϊόντα πολύ πιο ριζοσπαστικών κοινωνικο-ιστορικών κινημάτων (Η Ιδέα της Επανάστασης).

Όπως μας επισημαίνει ο Καστοριάδης, πίσω από την αμερικανική Eπανάσταση του 1776 και τη γαλλική του 1789, βρίσκεται ο 17ος αγγλικός αιώνας (με τα εργατικά κινήματα και την ίδρυση των πρώτων εργατικών σωματείων), οι δυο επαναστάσεις του, ο εμφύλιος πόλεμος, το κομμένο κεφάλι του Καρόλου (Η Επανάσταση Μπροστά στους Θεολόγους). Σήμερα έχουμε πίσω μας και τη γαλλική Επανάσταση με όλες τις επιτυχίες της, αλλά και τις αποτυχίες της. Τι κατάφερε να επιτύχει και γιατί απέτυχε στα πιο ριζοσπαστικά αιτήματά της; Έστω και ασυνείδητα, τα μαθήματα της γαλλικής Επανάστασης αποτελούν μέρος του σύγχρονου ανθρωπολογικού τύπου της Ευρώπης. Ο πολίτης της πλατείας δείχνει να αντιλαμβάνεται σήμερα ότι η αποτυχία της Επανάστασης δεν είναι μόνο η αποτυχία (ή το έγκλημα) των επαναστατών ή των ιακωβίνων. Είναι η αποτυχία ολόκληρου του λαού. Ο λόγος για τον οποίο η γαλλική επανάσταση απέτυχε στα πιο ριζοσπαστικά αιτήματά της, είναι ότι το μεγάλο μέρος του λαού αποτραβήχτηκε από το προσκήνιο των γεγονότων αφήνοντας τους ηγέτες, τις λέσχες και τους ακτιβιστές να διαχειριστούν τα δημόσια πράγματα (Η Επανάσταση Μπροστά στους Θεολόγους).

Μέχρι τώρα οι άνθρωποι στις πλατείες φαίνεται να γνωρίζουν αυτή την απλή αλήθεια. Ψάχνουν τρόπους για να φέρουν τον κάθε άνθρωπο πιο κοντά στην πολιτική, δημιουργούν τις προϋποθέσεις εκείνες για ένα σύστημα που θα ωθεί τους πολίτες να συμμετέχουν στα κοινά (και όχι να τους απομακρύνει, όπως το σημερινό πολιτικό σύστημα) και είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν ανέσεις ή/και να προσφέρουν τον ελέυθερο χρόνο τους προς έναν κοινό στόχο, ο οποίος όμως έχει γίνει πια και προσωπικός. Τι πιο ελπιδοφόρο από αυτό; Να βλέπεις το κοινό καλό, την ισότητα και τη δικαιοσύνη ως κάτι που θα ωφελήσει όχι μόνο γενικόλογα “τους πολλούς”, αλλά κι εσένα τον ίδιο; Να παίρνεις προσωπικά την αναδιάρθρωση της κοινωνίας στην οποία ζεις; Να θέλεις επιτέλους να γίνεις “ενεργός πολίτης” στην πράξη; Δεν έχει καμία σημασία αν οι άνθρωποι της πλατείας έχουν διαβάσει ή έστω γνωρίζουν το όνομα του Καστοριάδη. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι έχουν εμπεδώσει το ότι η αυτονομία των ανθρώπων -η ελευθερία- δεν μπορεί να ενοργανωθεί πραγματικά μόνο στα “δικαιώματα” και στις περιοδικές εκλογές, δεν είναι τίποτε δίχως την αυτοκυβέρνηση όλων των ενδιάμεσων συλλογικών σχηματισμών, “φυσικών” ή “τεχνητών” (Η Ιδέα της Επανάστασης).

Τέλος, ένα ακόμη κοινό χαρακτηριστικό των κινητοποιήσεων στην Ελλάδα με τη γαλλική Επανάσταση είναι και η κριτική που τους ασκείται (ή είχε ασκηθεί). Η γαλλική Επανάσταση, αλλά και το κίνημα της πλατείας, έχουν κατηγορηθεί ότι αμφισβητούν την όλη θέσμιση της κοινωνίας. Κατηγορούνται ότι θέλουν να γκρεμίσουν όλη την κοινωνική δομή και προσομοιάζονται με μηδενιστές. Δεν είναι όμως η κοινωνική δομή και πολιτική; Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Καστοριάδης, είναι η δημοκρατία συμβατή με τη συνύπαρξη ενός εξαιρετικού πλούτου και μιας εξαιρετικής φτώχειας;

Δεν είναι δηλαδή η οικονομική εξουσία και πολιτική; Στη Γαλλία πριν την Επανάσταση οι βασιλείς, ευγενείς και η εκκλησία κατέχουν όλα τα προνόμια και την ιδιοκτησία. Δεν ήταν λοιπόν δυνατό να γίνει ο επιζητούμενος κοινωνικός μετασχηματισμός από υλική άποψη, χωρίς να γκρεμιστούν από το βάθρο τους οι τάξεις αυτές. Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα δε βλέπουμε να υπάρχουν τεράστιες διαφορές από τη Γαλλία του 18ου. Υπάρχουν και στη χώρα μας (και παγκοσμίως) οι τάξεις που λαμβάνουν ειδική προνομιακή μεταχείριση. Επιπλέον, η πολιτική και οικονομική εξουσία τείνουν να γίνουν ένα και το αυτό. Πώς λοιπόν να χτίσεις το καινούριο και το τόσο διαφορετικό, αν πρώτα δε γκρεμίσεις τα κοινωνικά κατεστημένα σχήματα; Όπως η γαλλική Επανάσταση, έτσι και η ελληνική κινητοποίηση/επανάσταση/αγανάκτηση, δε μπορούν να επιφέρουν μια δημοκρατική πολιτική οργάνωση σε ένα κοινωνικό καθεστώς το οποίο θα αφήσουν ανέπαφο (Η Ιδέα της Επανάστασης). Πρέπει λοιπόν πρώτα να γκρεμίσεις και μετά να χτίσεις. Αλλιώς, το μόνο που μπορεί να πετύχεις είναι μπαλώματα. Και ο πρωταρχικός στόχος δεν είναι, δεν πρέπει να γίνει, το ίδιο τρύπιο ρούχο με μπαλώματα.

Ελευθερία έκφρασης για τους “αλλιώς” σκεπτόμενους
Κλείνοντας, θα ήθελα να ασκήσω μία κριτική στους ανθρώπους της πλατείας του Συντάγματος. Όντας εκτός Ελλάδας, και μη μπορώντας εκ των πραγμάτων να συμμετάσχω στις συνελεύσεις, παρακολουθώ online σχεδόν καθημερινά τη λαϊκή συνέλευση της πλατείας Συντάγματος. Ένα και μοναδικό σημείο είναι αυτό που με στενοχώρησε. Υπήρξαν κάποιοι άνθρωποι που πήραν το λόγο και οι απόψεις τους δε συμβάδιζαν με αυτές της πλειοψηφίας. Απόψεις όπως “έξω οι μετανάστες” για παράδειγμα. Σε μία περίπτωση ο ομιλητής γιουχαΐστηκε έντονα και το πλήθος του κόσμου στην πλατεία συμφώνησε ότι θα έπρεπε να κατέβει από το βήμα. Κάποιοι του φωνάζανε “σε είχα καταλάβει εγώ”. Εδώ ελλοχεύει ένας πραγματικός κίνδυνος, που πρέπει να τον προλάβουμε και να τον αντιμετωπίσουμε εν τη γενέσει του. Η άμεση δημοκρατία που οραματιζόμαστε δε φοβάται, δεν πρέπει να φοβάται την αντίθετη άποψη, όποια κι αν είναι αυτή. Το να αφαιρέσεις το λόγο από κάποιον με τον οποίον διαφωνείς, είναι ξένο προς κάθε έννοια δημοκρατίας. Συν τοις άλλοις, δίνεις έδαφος στους επικριτές σου να σε κατηγορήσουν ότι ζητάς και πάλι μια κατ΄όνομα “δημοκρατία”, μια δικτατορία της πλειοψηφίας ουσιαστικά.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η εύκολη επιλογή είναι να χλευάσεις, να γελοιοποιήσεις και να φιμώσεις. Η δύσκολη, από την άλλη μεριά, είναι να ακούσεις και να απαντήσεις με επιχειρήματα. Μπορεί να πείσεις μόνον έναν από τους χίλιους διαφωνούντες. Δεν είναι όμως κι αυτό ένα κέρδος; Συν τοις άλλοις, δίνεις ένα μάθημα δημοκρατίας στους διαφωνούντες και αποστομώνεις τους επικριτές σου. Δεν ωφελεί κανέναν να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας και να νομίζουμε/ελπίζουμε ότι σύσσωμος ο λαός συμφωνεί με τα λεγόμενα και τις αποφάσεις της συνέλευσης. Πρέπει να αφήσουμε την αντίθετη άποψη να εκφραστεί και να αντιμετωπιστεί με λογικά επιχειρήματα. Μόνον έτσι θα γίνει και μαζικότερο το κίνημα. Το ζητούμενό μας είναι να κάνουμε πρώτα εμείς οι ίδιοι πράξη την Άμεση Δημοκρατία, για να πείσουμε και τους διαφωνούντες ότι κάτι καλό γεννιέται. Αλλιώς λίγο θα διαφέρουμε από αυτούς που φιμώνουν εμάς σήμερα. Κι όπως έχει ήδη πει η Rosa Luxemburg, η ελευθερία είναι κυρίως η ελευθερία για εκείνους που σκέφτονται αλλιώς. Και δε θά΄πρεπε επίσης να ξεχνάμε ότι πολλές φορές οι αληθινά ανατρεπτικές σκέψεις και προτάσεις προήλθαν από ανθρώπους που πολύ απλά σκέφτονταν αλλιώς.

Το ζητούμενο των λαϊκών συνελεύσεων δεν πρέπει να καταντήσει να είναι η είσπραξη χειροκροτήματος, γιατί εκφράζουμε τις απόψεις της πλειοψηφίας της πλατείας. Πρέπει να απαντήσουμε σε δύσκολες ερωτήσεις, να ακούσουμε και να απαντήσουμε στη σκληρή κριτική που μας γίνεται, και να απαντήσουμε με επιχειρήματα στο γιατί διεκδικούμε ισότητα και δικαιοσύνη για όλους και όχι μόνο γι΄αυτούς που η ταυτότητά τους τυχαίνει να γράφει “ελληνική ιθαγένεια”. Ακούω συχνά στις συνελεύσεις: Να ενωθεί η “πάνω” μεριά της πλατείας με την “κάτω”. Ο μόνος λοιπόν τρόπος να γίνει αυτό είναι να δείξουμε έμπρακτα στους ανθρώπους που προτιμούν την “πάνω” πλευρα, ότι αυτά που διεκδικούμε τα διεκδικούμε για όλους, και αυτών συμπεριλαμβανομένων. Ότι αυτά που αποφασίζονται και γίνονται δεκτά και σεβαστά αποφασίζονται από την πλειοψηφία πάντα. Ότι δεν υπάρχει μια επιτροπή σοφών και επαϊόντων που αποφασίζει τι θα πάει προς ψήφιση ή όχι, αλλά ο καθένας μπορεί να θέσει μια πρόταση προς ψήφιση. Ότι ο καθένας, με σεβασμό προς τις διαδικασίες μπορεί να πει την άποψή του. Και βέβαια, ότι ο καθένας σέβεται τις αποφάσεις της συνέλευσης, έστω κι αν είναι η δικιά του πρόταση που καταψηφίζεται.

Γι΄ ακόμη μία φορά θα επικαλεστώ τον Καστοριάδη, ο οποίος εκφράζει συνοπτικά, αλλά και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αυτό που επιχείρησα να αναπτύξω στην προηγούμενη παράγραφο: Μια πολιτική που δηλώνει πως είναι επαναστατική και δημοκρατική, αλλά που δεν μπορεί να επιβληθεί παρά μόνο με την Τρομοκρατία, έχει χάσει το παιχνίδι πριν αυτό αρχίσει, έχει πάψει να είναι αυτό που ισχυρίζεται πως είναι. Δεν μπορείς να εγκαθιδρύσεις ένα δημοκρατικό καθεστώς, του οποίου το μόνο θεμέλιο είναι η ελεύθερη δραστηριότητα του λαού και η συμμετοχή του στις δημόσιες υποθέσεις, κάνοντας τις υποθέσεις τόπο κυνηγιού μιας επιτροπής δημόσιας σωτηρίας, μιας λέσχης ιακωβίνων, ή ενός “επαναστατικού”¨κόμματος, και “παγώνοντας” αυτόν τον λαό με την Τρομοκρατία (Η Επανάσταση Μπροστά στους Θεολόγους). Έχοντας κάνει αυτή την κριτική, θέλω βέβαια να τονίσω ότι αυτά τα περιστατικά ήταν όντως μεμονωμένα (χωρίς την ειρωνική χρειά που έχει αποκτήσει αυτή η λέξη) και η εξαίρεση μέσα στις συνελεύσεις. Όφειλα όμως να το αναφέρω, καθώς είναι ένα χαρακτηριστικό που είναι ύπουλα επικίνδυνο κι έχει συμβάλει αποφασιστικά στο να αποτύχουν οι προηγούμενοι αγώνες ή έστω στο να μην καταφέρουν να επιτύχουν καθολικά τους στόχους με τους οποίους ξεκίνησαν.

Πάθος για δημοκρατία, ελευθερία και ισότητα
Θα κλείσω ελπιδοφόρα, καθώς ο λαός της Ελλάδας σήμερα -οι “πάνω”, οι “κάτω”, οι “δεξιά”, οι “αριστερά”, καθώς και οι μέχρι σήμερα σήμερα πολιτικά αδιάφοροι (ανεξαρτήτως της “γεωγραφικής” προτίμησής τους στην πλατεία)- δείχνει να είναι πιο ώριμος από ποτέ στη σύγχρονη ιστορία του. Δείχνει να έχει συνειδητοποιήσει αυτό που ο Καστοριάδης πάσχιζε χρόνια να περάσει στον κόσμο: πως πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανάπαυση της ανθρωπότητας μέσα σε μια “καλή” κοινωνία ορισμένη για πάντα, ούτε διαφάνεια της κοινωνίας έναντι του εαυτού της.

Από τη στιγμή που θα συνειδητοποιήσουμε ότι το αντικείμενο της πολιτικής δεν είναι η ευτυχία αλλά ή ελευθερία, τότε μπορούμε να σκεφτούμε πραγματικά το ζήτημα μιας ελεύθερης κοινωνίας φτιαγμένης από ελεύθερα άτομα (Η Ιδέα της Επανάστασης). Βάσει αυτών λοιπόν, και για να απαντήσω στο ερώτημα που θέτει ο τίτλος του άρθρου, ο Καστοριάδης θα ήταν σήμερα πολύ αισιόδοξος για το σύγχρονο πολίτη της Ελλάδας, που από άνθρωπος-καταναλωτής μετατράπηκε με αστραπιαίους ρυθμούς σε ελεύθερο άνθρωπο. Έναν ελεύθερο άνθρωπο που διεκδικεί μια ελεύθερη κοινωνία, αναγνωρίζοντας ότι πρέπει να παλέψει αλλά και να συνεχίσει να δουλεύει γι΄αυτήν, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα που οι παρούσες κινητοποιήσεις θα επιφέρουν ή όχι.

Οι άνθρωποι της πλατείας είναι παθιασμένοι, έχουν ενα πάθος, το πάθος για ελευθερία και ισότητα. Και η δημοκρατία είναι αδύνατη δίχως ένα δημοκρατικό πάθος, πάθος για την ελευθερία του καθενός και όλων, πάθος για τις κοινές υποθέσεις που γίνονται, ακριβώς, προσωπικές υποθέσεις του καθενός (Η Ιδέα της Επανάστασης). Έχουν καταλάβει ότι αν δεν είσαι διατεθειμένος να εναντιωθείς στο Κράτος, το Κράτος δεν έχει κανένα λόγο να σου χαρίσει ή να σου “παραχωρήσει” τίποτα.

Όπως έχει πει και ο -κατά τα άλλα καθόλου συμπαθής- Μέτερνιχ, οι άνθρωποι που δημιουργούν ιστορία, δεν έχουν χρόνο να τη γράψουν (www.cognosco.gr/Gnwmika). Οι άνθρωποι της Ελλάδας αυτή τη στιγμή δημιουργούν ιστορία, ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Το εξέφρασε πολύ όμορφα κάποιος/α στη λαϊκή συνέλευση του Συντάγματος: Εδώ υπάρχει η άμεση δημοκρατια, κι αυτό είναι νίκη ανεξάρτητα από την έκβαση. Γιατί αυτό θα μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενιές, ακόμα κι αν δεν πάει παραπέρα (www.real-democracy.gr). Ελπίζω το παράδειγμα των πλατειών της Ελλάδας να λάμψει τόσο δυνατά, ώστε να οδηγήσει τον καθένα μας σε μια πλατεία, να συμμετάσχουμε και να διεκδικήσουμε. Ελπίζω η πλειοψηφία του λαού να δει τις σπίθες ελπίδας που έχουν ανάψει μέσα στη ζοφερή πραγματικότητα (ή εφιάλτη?) που ζούμε. Ακόμα κι αν γίνει αυτό όμως, θα υπάρξει σίγουρα και μια μειοψηφία που δε θα θελήσει ή δε θα καταφέρει να διακρίνει τη σημασία αυτού που γεννιέται, και θα το πολεμήσει. Σ΄αυτούς δεν υπάρχει πιο κατάλληλος άνθρωπος να απαντήσει από τον ίδιο τον Καστοριάδη: Τη θέληση της ελευθερίας, τη θέληση της αυτονομίας δε μπορούμε να την αποδείξουμε, ούτε να πείσουμε κάποιον ότι πρέπει να την έχει (Η Ιδέα της Επανάστασης).

Υ.Γ.: Το άρθρο γράφτηκε πριν τα επεισόδια της 15ης Ιουνίου. Όπως και να έχει, τα επεισόδια αυτά δε θα άλλαζαν τίποτα στην ουσία και το νόημα του κειμένου, καθώς δεν ασχολείται με τα πεπραγμένα και τις τακτικές του παρακράτους. Είναι προφανές ότι μιλάω μόνο για το λαό, τον “απλό πολίτη”.

* Όλα τα αποσπάσματα κειμένων και ομιλιών του Κορνήλιου Καστοριάδη που χρησιμοποιήθηκαν στο παρόν άρθρο είναι συγκεντρωμένα σε ελληνική μετάφραση στο βιβλίο “Ο Θρυμματισμένος Κόσμος”, εκδ. Ύψιλον/βιβλία, Κορνήλιος Καστοριάδης, 1992.
Νανά Τραμαντζά
(Πηγή: Αριστερό Βήμα)

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Στην ελληνική νομοθεσία θα περάσουν τις επόμενης μέρες τα blogs

Στην Ελληνικη νομοθεσια αναμενεται να υπαγονται απο τις επομενες μερες τα Ελληνικα blogs της Google που φιλοξενουνται στη πλατφορμα του blogger και εχουν καταληξη blogspot.com.
Οπως παρατηρουμε η Google ενεργοποιησε πλεον το blogspot.gr το οποιο προς το παρον κανει ανακατευθυνση στο google.gr ,ενω να σημειωσουμε πως τα ηδη υπαρχοντα blogs εχουν πλεον διαφορες καταληξεις οπως για παραδειγμα...
http://prezatv.blogspot.se/
http://prezatv.blogspot.co.uk/
http://prezatv.blogspot.de/
http://prezatv.blogspot.it/
κτλ...
Τι σημαινει πως τα Ελληνικα blogs της Google,θα υπαγονται στην Ελληνικη νομοθεσια;
Σημαινει πως πλεον θα μπορει να γινεται αρση του απορρητου ακομη και για πλημμεληματικου τυπου πραξεις, όπως για παραδειγμα η συκοφαντικη δυσφημιση, κατι το οποιο μεχρι τωρα δεν γινονταν, επειδή τα blogs σε blogspot.com ειχαν καταληξη .com και υπαγονταν στην Αμερικανικη νομοθεσια, η οποια δεν προβλεπει αρση του απορρητου για τετοιους λογους, αλλα μονο για κακουργηματα.
Οπως καταλαβαινεται η παραπανω τροποποιηση που εκανε η Google στα blog της, ουσιαστικα οδηγει σε αυτολογοκρισια τους bloggers, καθώς πλεον, οχι μονο δεν θα μπορουμε να εκφραζομαστε ελευθερα, αλλα θα μας κανει να αναγκαζομαστε καθε λιγο και λιγακι που καποιος προσβαλεται...να τρεχουμε στα δικαστηρια,ενω παραλληλα η διωξη ηλεκτρονικου εγκληματος θα μας χτυπαει συχνα την πορτα.
Οπως καταλαβαινετε τα blogs σε blogspot, περνανε στη χειροτερη μορφη λογοκρισιας τους, αυτη η οποια θα γινεται με τα προσχηματα των νομων και της ασφαλειας και προστασιας της ανθρωπινης αξιοπρεπειας.
Ετσι λοιπον,αν πεις απο εδω και περα πεις,πως οι Ελληνες πολιτικοι ειναι λαμογια ή πως ο Γιωργος Παπανδρεου μαζι με τον Βενιζελο γαμησαν την χωρα κτλ...αν θελουν...ανετα θα μπορουν να σου κανουν μήνυση και να σε τρεχουν στα δικαστηρια για συκοφαντικη δυσφημιση...

ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΥΧΑΙΟ.

Την ωρα που οι πολιτες αρχιζουν και οργανωνουν συγκεντρωσεις και διαφορων ειδων αντικυβερνητικες δρασεις μεσα απο τα social networks,οι εταιρειες που τα διαχειριζονται αλλαζουν τις πολιτικες απορρητου τους...ωστε να συμμορφώνονται με τις νομοθεσιες της καθε κυβερνησης για να μην τρωνε αυτες τις αγωγες και τις μηνυσεις...με οτι αυτο συνεπαγεται για την ελευθερια του λογου και την διακινηση ιδεων,αποψεων και πληροφοριων.

Ελευθερια το λογου,δεν μπορει να υπαρξει, εαν μετα ακολουθει η λεξη "αλλα".
Ελευθερια με "αλλα" δεν ειναι ελευθερια, αλλα λογοκρισια.


13-5-2012
Αναδημοσιεύση από το ΠΡΕΖΑ TV BLOG.

Κυριακή 13 Μαΐου 2012

Μεταβιβάστηκαν στο ΤΑΙΠΕΔ το 17% της ΔΕΗ και άλλων επιχειρήσεων προς πώληση

Η ΔΕΗ συγκαταλέγεται στις δεκατέσσερις εταιρείες του Δημοσίου που, με την απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Αποκρατικοποιήσεων, περιήλθαν στον έλεγχο του ΤΑΙΠΕΔ. Το Ταμείο έχει τα δικαιώματα ψήφου των δεκατεσσάρων αυτών εταιρειών και, άρα, μπορεί να προβεί σε πώλησή τους.
Αναλυτικότερα, δημοσιεύθηκε εχθές στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η απόφαση της Διυπουργικής, σύμφωνα με την οποία μεταβιβάζονται στο ΤΑΙΠΕΔ τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία:

- Το 51,03% του μετοχικού κεφαλαίου το ΟΛΠ.
- Το 50,96% του μετοχικού κεφαλαίου του ΟΛΘ.
- Το 65% της Δημόσιας Επιχείρησης Αερίου.
- Το 34,03% της ΕΥΔΑΠ.
- Το 34,01% της ΕΥΑΘ.
- Το 98,44% του Οργανισμού Διεξαγωγής Ιπποδρομιών Ελλάδος.
- Το 80,97% της ΕΛΒΟ.
- Το 25% του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών.
- Το 17% της ΔΕΗ.
- Το 34,04% του μετοχικού κεφαλαίου του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου.
- Το 92,68% των μετοχών της ΑΤΕ.
- Το 100% της «Ελληνικό Α.Ε.».
- Το 35,47% της «Ελληνικά Πετρέλαια».
- Το 55,19% της ΛΑΡΚΟ.

Με τις μεταβιβάσεις αυτές, μπαίνει στην τελική ευθεία η υλοποίηση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων του τρέχοντος έτους.

Εξάλλου χθεσινή ανακοίνωση του ΤΑΙΠΕΔ, διευκρινίζει ότι δεν πωλούνται τα πάγια περιουσιακά στοιχεία της ΕΥΔΑΠ. Υπενθυμίζεται ότι ο υπουργός Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων, κ. Μάκης Βορίδης, είχε δηλώσει νωρίτερα πως «η ιδιωτικοποίηση της ΕΥΔΑΠ δεν πρέπει να προσεγγίζεται ως απλή πώληση κάποιων πάγιων περιουσιακών στοιχείων» προσθέτοντας πως το υπουργείο πρέπει να έχει ενεργό ρόλο στη διαδικασία αποκρατικοποίησης.

Ωστόσο, το Ταμείο ανακοίνωσε πως η αποκρατικοποίηση της ΕΥΔΑΠ δεν αφορά σε πώληση παγίων αλλά όπως προβλέπεται από τη δεύτερη δανειακή σύμβαση που υπερψηφίσθηκε από τη Βουλή αφορά στην ανάθεση ύστερα από διεθνή διαγωνισμό της διαχείρισης του δικτύου ύδρευσης και αποχέτευσης. Στην ανακοίνωση προστίθεται πως με βάση το σχετικό νόμο για την ίδρυση και λειτουργία του ΤΑΙΠΕΔ οι αποκρατικοποιήσεις εκτελούνται με απόφαση του διοικητικού του συμβουλίου.
 Αναδημοσίευση από energia.gr

Πέμπτη 10 Μαΐου 2012

Οι υποκειμενικές ρίζες του επαναστατικού προτάγματος, του Κορνήλιου Καστοριάδη

…Έχω την επιθυμία, και αισθάνομαι την ανάγκη, για να ζήσω, μιας άλλης κοινωνίας από αυτή που με περιβάλλει. Όπως η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων, μπορώ να ζήσω μέσα σ’αυτήν και να τα βγάζω πέρα – εν πάση περιπτώσει ζω ήδη μέσα σ’αυτή την κοινωνία. Όσο κριτικά κι αν προσπαθώ να κοιτάξω τον εαυτό μου, ούτε η ικανότητα προσαρμογής μου, ούτε η αφομοίωση της πραγματικότητας από μέρους μου δεν μου φαίνονται κατώτερες από τον κοινωνιολογικό μέσο όρο. Δεν ζητώ την αθανασία, την πανταχού παρουσία, την παντογνωσία.

Δεν ζητώ η κοινωνία να «μου δώσει την ευτυχία» ∙ ξέρω ότι η ευτυχία δεν είναι μια μερίδα που μοιράζεται με το δελτίο στη Δημαρχία ή στο εργατικό Συμβούλιο της γειτονιάς, και ξέρω πως, αν αυτό το πράγμα υπάρχει, μόνο εγώ μπορώ να το πραγματοποιήσω για τον εαυτό μου, στα μέτρα μου, όπως μου συνέβη και όπως, κατά πάσα πιθανότητα, θα μου συμβεί και πάλι. Αλλά μέσα στη ζωή, έτσι όπως είναι φτιαγμένη για μένα και τους άλλους, σκοντάφτω πάνω σ’ένα πλήθος από απαράδεκτα πράγματα, λέω πως δεν είναι μοιραία και πως εξαρτώνται από την οργάνωση της κοινωνίας. Επιθυμώ πρώτα και ζητώ, η δουλειά μου να έχει νόημα, να μπορώ να εγκρίνω αυτό για το οποίο χρησιμεύει και τον τρόπο με τον οποίο γίνεται, να μου επιτρέπει να ξοδεύομαι πραγματικά και να χρησιμοποιώ τις δυνατότητές μου και ταυτόχρονα να εμπλουτίζομαι και ν’αναπτύσσομαι. Και λέω ότι αυτό το πράγμα είναι δυνατό, με μια άλλη οργάνωση της κοινωνίας, για μένα και για τους άλλους. Λέω ότι ήδη θα ήταν μια βασική αλλαγή σ’αυτή την κατεύθυνση, αν μ’άφηναν ν’αποφασίζω, μαζί με όλους τους άλλους, τι έχω να κάνω, και με τους συντρόφους μου στη δουλειά, πώς να το κάνω.
Επιθυμώ να μπορώ, μαζί με όλους τους άλλους, να μαθαίνω τι γίνεται μέσα στην κοινωνία, να ελέγχω την έκταση και την ποιότητα της πληροφόρησης που μου δίνεται. Ζητώ να μπορώ να συμμετέχω άμεσα σε όλες τις κοινωνικές αποφάσεις που μπορεί να επηρεάζουν την ύπαρξή μου ή τη γενική πορεία του κόσμου όπου ζω. Δεν δέχομαι η τύχη μου ν’αποφασίζεται μέρα με τη μέρα από ανθρώπους που τα σχέδιά τους μου είναι εχθρικά ή και απλώς άγνωστα και για τους οποίους δεν είμαστε, εγώ και όλοι οι άλλοι, παρά νούμερα σ’ένα σχέδιο ή πιόνια σε μια σκακιέρα, και τελικά η ζωή μου και ο θάνατός μου να βρίσκονται στα χέρια ανθρώπων που ξέρω πως είναι αναγκαστικά τυφλοί.
Ξέρω πάρα πολύ καλά πως η πραγματοποίηση μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης, και η ζωή της, δεν θα είναι καθόλου απλές, πως σε κάθε βήμα τους θα συναντούν δύσκολα προβλήματα. Αλλά προτιμώ να καταπιάνομαι με πραγματικά προβλήματα, παρά με τις συνέπειες του παραληρήματος του Ντε Γκωλ, τις κομπίνες του Τζόνσον ή τις μηχανορραφίες του Κρούτσεφ. Κι αν έστω, εγώ κι οι άλλοι, συναντούσαμε την αποτυχία σ’αυτό τον δρόμο, προτιμώ την αποτυχία σε μια προσπάθεια που έχει νόημα, παρά μια κατάσταση που μένει πριν ακόμα κι απ’την αποτυχία ή τη μη αποτυχία, που μένει γελοία.
Επιθυμώ να μπορώ να συναντώ τον άλλον σαν ένα ον όμοιο με μένα και απόλυτα διαφορετικό, όχι σαν ένα νούμερο, ούτε σαν ένα βάτραχο σκαρφαλωμένο σ’ένα άλλο σκαλοπάτι (αδιάφορο αν κατώτερο ή ανώτερο) της ιεραρχίας των εισοδημάτων και των εξουσιών.

Επιθυμώ να μπορώ να τον βλέπω, και να μπορεί να με δει, σαν ένα άλλο ανθρώπινο ον, οι σχέσεις μας να μην αποτελούν πεδίο που να εκφράζεται η επιθετικότητα, ο συναγωνισμός μας να παραμένει μέσα στα όρια του παιχνιδιού, οι συγκρούσεις μας στο μέτρο που δεν μπορούν να λυθούν ή να ξεπεραστούν, ν’αφορούν πραγματικά προβλήματα και εκβάσεις, να σέρνουν μαζί τους όσο το δυνατό λιγότερο ασυνείδητο, να είναι φορτισμένες όσο το δυνατό λιγότερο από φανταστικά στοιχεία.

Επιθυμώ ο άλλος να είναι ελεύθερος, γιατί η ελευθερία μου αρχίζει εκεί όπου αρχίζει η ελευθερία του άλλου και γιατί, μόνος μου, δεν μπορώ να είμαι, στην καλύτερη περίπτωση, παρά «ενάρετος εν δυστυχία». Δεν υπολογίζω ότι οι άνθρωποι θα μεταμορφωθούν σε αγγέλους, ούτε πως οι ψυχές τους θα γίνουν καθάριες σαν τις βουνίσιες λίμνες – που άλλωστε ανέκαθεν μου προξενούσαν βαθιά πλήξη. Ξέρω όμως πόσο η σημερινή κουλτούρα βαθαίνει και οξύνει τη δυσκολία τους να υπάρχουν, και να συνυπάρχουν με τους άλλους, και βλέπω πως πολλαπλασιάζει στο άπειρο τα εμπόδια στην ελευθερία τους.
Ξέρω, βέβαια, πως αυτός ο πόθος μου δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σήμερα∙ κι ούτε θα πραγματοποιηθεί ολοκληρωτικά ενόσω ζω, ακόμη κι αν η επανάσταση γινόταν αύριο. Ξέρω ότι θα ζήσουν μια μέρα άνθρωποι που γι’αυτούς ούτε η ανάμνηση των προβλημάτων που μπορεί σήμερα να μας προξενούν το μεγαλύτερο άγχος δεν θα υπάρχει. Αυτή είναι η μοίρα μου που πρέπει να επωμισθώ, και που επωμίζομαι. Αλλ’αυτό δεν πρέπει να με οδηγήσει ούτε στην απελπισία ούτε στον κατατονικό μηρυκασμό.

Έχοντας αυτό τον πόθο, που είναι δικός μου, δεν μπορέι παρά να εργάζομαι για την πραγματοποίησή του. Και ήδη με την εκλογή που κάνω του κύριου ενδιαφέροντος της ζωή μου, μέσα στη δουλειά που του αφιερώνω, για μένα γεμάτη νόημα (ακόμα κι αν συναντώ, και αποδέχομαι, τη μερική αποτυχία, τις αναβολές, τις παρακαμπτήριες, τα καθήκοντα που δεν έχουν νόημα από μόνα τους), με τη συμμετοχή σε μια κοινότητα επαναστατών που επιχειρεί να ξεπεράσει τις αντικειμενοποιημένες και ξενωμένες σχέσεις της κοινωνίας όπου ζούμε – είμαι σε θέση να πραγματοποιώ μερικά αυτό τον πόθο. Αν είχα γεννηθεί σε μια κομμουνιστική κοινωνία, ίσως η ευτυχία να μου ήταν πιο εύκολη – δεν το ξέρω κι ούτε μπορώ να κάνω τίποτα σχετικά μ’αυτό. Δεν θα καθίσω μ’αυτό το πρόσχημα να περνώ τον ελεύθερο χρόνο μου παρακολουθώντας τηλεόραση ή διαβάζοντας αστυνομικά μυθιστορήματα…
…Κυνηγώ τάχα τη χίμαιρα να θέλω να εξαλείψω την τραγική πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης; Μου φαίνεται μάλλον πως θέλω να εξαλείψω απ’αυτήν το μελόδραμα, την ψεύτικη τραγωδία – αυτήν όπου η καταστροφή επέρχεται χωρίς αναγκαιότητα, όπου όλα θα συνέβαιναν διαφορετικά, αν μονάχα τα πρόσωπα ήξεραν ή έκαναν αυτό ή εκείνο. Το να πεθαίνουν της πείνας οι άνθρωποι στις Ινδίες, ενώ στην Αμερική και στην Ευρώπη οι κυβερνήσεις βάζουν πρόστιμα στους γεωργούς που παράγουν «υπερβολικά» – είναι μια μακάβρια φάρσα, είναι ένα γκραν γκινιόλ όπου τα πτώματα και ο πόνος είναι πραγματικά. Δεν είναι τραγωδία, δεν υπάρχει σ’αυτό τίποτα το αναπόφευκτο.

Και αν η ανθρωπότητα εξαφανισθεί μια μέρα κάτω από τις υδρογονοβόμβες, αρνούμαι να το ονομάσω αυτό τραγωδία, το ονομάζω μαλακία. Θέλω την κατάργηση του Παλιάτσου και της μεταμόρφωσης των ανθρώπων σε νευρόσπαστα από άλλα νευρόσπαστα που τους «κυβερνούν».

Όταν ένας νευρωτικός επαναλαμβάνει για την εικοστή φορά την ίδια συμπεριφορά αποτυχίας, αναπαράγοντας για τον εαυτό του και για τους δικούς του τον ίδιο τύπο δυστυχίας, το να τον βοηθήσεις να το ξεπεράσει αυτό, σημαίνει να εξαλείψεις από τη ζωή του τη χονδροειδή φάρσα, όχι την τραγωδία: σημαίνει να του επιτρέψεις ν’αντικρίσει επί τέλους τα πραγματικά προβλήματα της ζωής του και ό,τι τραγικό μπορεί να περιέχουν, που η νεύρωσή του είχε για λειτουργία εν μέρει να εκφράζει αλλά κυρίως να καλύπτει.
(απόσπασμα από το “Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας”, 1978, εκδ. Κέδρος σελ. 137-141)

Τρίτη 8 Μαΐου 2012

ΝΕΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΠΕΚΙΝ


Νάξος 05/05/2012




 


 


ΠΡΟΣ ΤΑ ΤΟΠΙΚΑ ΜΜΕ


ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΠΕ.ΚΙ.Ν




ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΠΕ.ΚΙ.Ν



Το Δ.Σ. της Περιβαλλοντικής Κίνησης συνεδρίασε την Τετάρτη 2 Μαΐου και έκανε δεκτή την παραίτηση του Βασίλη Κοντοπίδη για προσωπικούς λόγους από το συμβούλιο.



Κατ’ αρχήν επιθυμούμε να ευχαριστήσουμε τον Βασίλη Κοντοπίδη για την καλή συνεργασία όλο αυτό το διάστημα και ανακοινώνουμε ότι η σύνθεση του συμβουλίου συμπληρώθηκε με το αναπληρωματικό μέλος Σπύρο Περδικομάτη.



Νέος πρόεδρος εκλέχτηκε ο Νίκος Νικολάκης και έτσι τώρα το συμβούλιο συγκροτήθηκε ως εξής:



Νίκος Νικολάκης - Πρόεδρος
Κατερίνα Αγγελή - Αναπληρώτρια Πρόεδρος
Μαρία Βασιλάκη - Γραμματέας
Σοφία Δημακοπούλου - Β΄ Γραμματέας
Σοφία Σπανέλλη - Ταμίας
Σπύρος Περδικομάτης και Αθηνά Σαντοριναίου Μέλη



Για επικοινωνία: pekinaxou@gmail.com







ΤΟ Δ.Σ. ΤΗΣ ΠΕ.ΚΙ.Ν

Τρίτη 1 Μαΐου 2012


               ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Ή ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ;



Μεσούσης της κρίσης, οι κυρίαρχες ελίτ, κηρύσσουν εκλογές, προκειμένου να κερδίσουν χρόνο και να χρησιμοποιήσουν, το θεσμικό και ιδεολογικό τους οπλοστάσιο για να αποσπάσουν ακόμα μια φορά αφενός την νομιμοποίηση- συναίνεση του κόσμου και αφετέρου να εξασφαλίσουν με κάθε τρόπο την αναπαραγωγή του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.


Μέρος του ιδεολογικού οπλοστασίου είναι και η προσπάθεια τους να παρουσιάσουν ένα δήθεν δημοκρατικό προσωπείο που σέβεται το «κοινωνικό συμβόλαιο» και το σύνταγμα και αντιτίθεται σε κάθε μορφή αυταρχικού και βίαιου ολοκληρωτισμού.


Έτσι το δίπολο δημοκρατία ή χρυσή αυγή χρησιμοποιείται κατά κόρον προκειμένου να διασώσουν το σύστημα από την πανθομολογούμενη απαξίωση του αλλά και από τις πολιτικές και κοινωνικές δυνατότητες που αποκαλύφθηκαν, τόσο στους άρχοντες, όσο και στους αρχόμενους, μετά την ποιοτική και δυναμική αναβάθμιση των ταξικών- αντί-ιεραρχικών αγώνων τα 2 τελευταία χρόνια.


Η χρυσή αυγή παρουσιάζεται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ ως ο μπαμπούλας που θα ντροπιάσει το κοινοβούλιο και τα δημοκρατικά αισθήματα των ελλήνων ενώ απειλεί την ίδια την δημοκρατία. Οι κυρίαρχοι ορθώνουν το δίπολο δημοκρατία ή χρυσή αυγή για να χαρακτηρίσουν ως ολοκληρωτικό όποιον δεν είναι μαζί τους ενώ αφήνουν να εννοηθεί ότι ο φασισμός= ολοκληρωτισμός είναι κάτι που μας απειλεί και πρέπει να τον αποτρέψουμε αν δεν θέλουμε να τον βιώσουμε…    


Εγώ αναρωτιέμαι τότε:
Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης που έχουν επιβάλλει για λόγους εθνικού συμφέροντος τι είναι; Η ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών και η στρατικοποίηση τους για να ανταπεξέλθουν σε μελλοντικές αστικές- κοινωνικές εξεγέρσεις τι είναι;
Η σταυροφορία ενάντια στην εσωτερική τρομοκρατία και η ποινικοποίηση της ιδεολογίας τι είναι; Ο πλήρης διαχωρισμός του κράτους από την κοινωνία και η απαγόρευση των διαδηλώσεων πως μπορούν να χαρακτηριστούν;

Το απεριόριστο πεδίο εφαρμογής των αυταρχικών αποφάσεων, ο εγκλεισμός πολιτών σε φυλακές επειδή συμμετείχαν απλά σε συνελεύσεις τι μέρος της δημοκρατίας είναι; τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών τι είναι; Η πλήρης κατοχή από τις ελίτ των νομιμοποιητικών μηχανισμών και ο καθορισμός των αναγκών μας από τις ελίτ τι είναι;  


Η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού γέννησε ταυτόχρονα και την «εποχή» των κινημάτων αμφισβήτησης, των ταραχών και την ραγδαία αύξηση των λαϊκών εξεγέρσεων σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτή η «γέννα» έρχεται να καταποντίσει κάθε λογής ιδεολογήματα περί απόλυτης κυριαρχίας του καπιταλισμού και φοβίζει όσους έχουν στηρίξει την ζωή τους σε αυτό το απάνθρωπο σύστημα…     


Δεν περιμένει ο κόσμος να μπει η χρυσή αυγή στο κοινοβούλιο για να αναγνωρίσει το διάχυτο φασισμό της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του τόπου μας. Η ιδεολογική κατίσχυση του κράτους πάνω στην κοινωνία φέρει μέσα της τον σπόρο του ολοκληρωτισμού


Αναδημοσιεύω ένα άρθρο που είχα γράψει τον Αύγουστο του 2009 όταν είχαν αρχίσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο να «στήνουν» το ιδεολογικό πορτρέτο του ευρωπαϊκού μονόδρομου. Γνωρίζοντας τις επιπτώσεις που θα είχαν στις ευρωπαϊκές κοινωνίες η εξάπλωση της δομικής κρίσης του καπιταλισμού και βέβαιοι για τις κοινωνικές εξεγέρσεις που θα παρήγαγε η πολιτική τους, χρησιμοποίησαν το δίπολο ΕΕ ή Σταλινισμός με την ίδια λογική που χρησιμοποιούν τα διάφορα δίπολα οι ελίτ για να επηρεάσουν ιδεολογικά τους υπηκόους της ΕΕ και να επιβάλλουν τις πολιτικές τους.     


Ολοκληρωτισμός, ένας ομαδικός τάφος που μας χωράει όλους! 


Το ιδεολογικό πρόταγμα ενός «υπέροχου κόσμου» που θα δημιουργούσαν, αλλάζοντας ριζικά τόσο τον άνθρωπο όσο και την κοινωνία, «νομιμοποίησε» τελικά την βία, την τρομοκρατία και τους απάνθρωπους μηχανισμούς που χρησιμοποίησαν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα τόσο στην Γερμανία του Χίτλερ όσο και στην Ρωσία του Λένιν και κυρίως του Στάλιν συμπεριλαμβανομένων και των  αποικιών τους (ανατολικό μπλοκ κλπ). Η Χάνα Αρεντ, ο Σίγκμουντ Νιούμαν, ο Λόμπυ, ο Άρνασον, ο Μπρούνο Ρίτσι και ο Κλωντ Λεφόρ ως οι πρωτοπόροι θεωρητικοί των ολοκληρωτικών καθεστώτων κατέδειξαν ότι παρόλο που οι διαφορές μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν είναι ορατές και αναγνωρίσιμες, έχουν πολλά κοινά στοιχεία, με αποτέλεσμα να κατατάξουν και τα 2 συστήματα στα βίαια ολοκληρωτικά καθεστώτα. Αντίθετα με τον Μουσολίνι όπου τον κατέταξαν στις μονοκομματικές και αυταρχικές δικτατορίες.


Ο μεν Χίτλερ στήριξε την πολιτική του σε μια φυλετική-ιδεολογική νομιμοποίηση των σκοπών του, με απώτερο στόχο να γίνουν παγκόσμιοι σκοποί, ο δε Στάλιν σε μια ιστορική- φιλοσοφική νομιμοποίηση των σκοπών του, που ήταν εκ προοιμίου πανανθρώπινοι.


Ο Χίτλερ δημιούργησε στρατόπεδα συγκέντρωσης ο Στάλιν τα γκουλάκ. Και οι 2 χρησιμοποίησαν την τρομοκρατία ως μια προσπάθεια διάλυσης των πολιτικών διαφωνιών και των αντιφάσεων της εποχής τους. Ο Χίτλερ διέλυσε την αντίφαση της νεοτερικότητα: του αυτό-προσδιορισμού της δημοκρατίας δηλαδή και της παγκόσμιας κυριαρχίας του καπιταλισμού.


Ο Στάλιν είχε «χρέος» να διαλύσει την αντίφαση των δικτατορικών μέσων που χρησιμοποιήθηκαν από την αρχή της Οκτωβριανής επανάστασης και του σοσιαλιστικού στόχου της αυτόνομης κοινωνίας. Στόχος και των 2 ήταν η υποχρεωτική ενσωμάτωση όλων μέσα στην νέα πραγματικότητα που διαμόρφωναν οι ίδιοι.


Ο εθνικοσοσιαλισμός στηρίχθηκε στο προσωπικό χάρισμα του Χίτλερ. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός στηρίχθηκε στο χάρισμα της λογικής και της επιστήμης που έκρεε από την εξουσία του κόμματος και μόνο.


Το Ρωσικό, το Γερμανικό όπως και κάθε ολοκληρωτικό κράτος χαρακτηρίζονται από


α) τον ολικό και απόλυτο έλεγχο των κέντρων λήψης αποφάσεων,  από Στάλιν, Χίτλερ, Τσαουσέσκου κλπ,


β) την μονοπώληση της εξουσίας,


γ) το απεριόριστο πεδίο εφαρμογής των αποφάσεων αυτών και


δ) κυρίως την εξίσου απεριόριστη σφοδρότητα των κυρώσεων.


ε) πλήρη έλεγχο των νομιμοποιητικών μηχανισμών και


στ) απόλυτη ελευθερία καθορισμού των πλαισίων τους. Οποιαδήποτε αναφορά σε νομικό κράτος μόνο γέλια μπορούσε να ξεσηκώσει


ζ) τόσο ο Φασισμός όσο ο Ναζισμός και ο Μπολσεβικισμός καθόριζαν τόσο τον χαρακτήρα όσο και την σπουδαιότητα των αναγκών της κοινωνίας.


η) Όλοι παρά τις διαφορετικές αποχρώσεις τους κατευθύνονταν προς την κρατική οικονομία και τον γραφειοκρατικό κολεκτιβισμό.


Μετά τον οικονομικό έλεγχο, επεκτάθηκαν σε όλους τους τομείς τις κοινωνίας.


Ο Σταλινισμός και ο Ναζισμός αντλούν την θεωρία τους από την βιαιότητα του πρώτου παγκόσμιου πόλεμου και την συνεχίζουν 


θ) στηρίζοντας την στην ιδέα της διαρκούς επανάστασης. Μια ιδέα που επέβαλε μια κατάσταση διαρκούς αστάθειας και ανασφάλειας για τον κάθε ένα.


Η εφεύρεση νέων εχθρών, μετατρέπει τους πάντες σε μελλοντικούς εγκληματίες. Κανείς δεν νοιώθει ασφαλής στο σταλινικό κράτος ούτε καν οι «δικοί» του άνθρωποι, ούτε καν οι ίδιοι οι μυστικοί πράκτορες και η στρατιωτική και πολιτική ηγεσία. Η ρήση τα πάντα είναι δυνατά κυριαρχεί σε ολόκληρο το Σοβιετικό κράτος. Αντίθετα στον χιτλερικό ναζισμό οι «δικές του» ομάδες είχαν μια κάποια μορφή δύναμης και αρμοδιότητες που τους επέτρεπε να απολαμβάνουν τα προνόμια της όποιας εξουσίας τους.


ι)Ο Στάλιν και ο Χίτλερ, καθόριζαν αυταρχικά και απόλυτα τις αξίες και τις δομές της κοινωνίας και επέβαλαν συγκεκριμένα σχήματα ερμηνείας της πραγματικότητας που ήταν δεσμευτικά για τον «λαό τους».


κ) Αυτό βέβαια προϋποθέτει τον έλεγχο των μέσων επικοινωνίας. Το ένα μονοπώλιο δηλαδή συνεπάγεται το άλλο.  


Αυταρχικότητα και προπαγάνδα μέχρι να επιτευχθεί η απόλυτη συναίνεση. Σκοπός τους η διαιώνιση του ολοκληρωτικού συστήματος. Το αν θα διαιωνιστεί ή όχι, ο Λεφόρ, το απάντησε με τον στοιχειώδη διαχωρισμό της  πολιτικής από την κοινωνία.


Την πολιτική την χαράζει ο κάθε Στάλιν και η κοινωνία υποχρεωτικά την εφαρμόζει. Η αυτονόμηση της πολιτικής και η δεδομένη διείσδυση της στην κοινωνία μετέτρεψε τους ανθρώπους σε άβουλα, φοβισμένα όντα, χωρίς προσωπικότητα και βούληση.


λ)Το τέρας της κολλεκτιβοποιημένης γραφειοκρατίας γιγαντώνεται και αποδομεί και τον τελευταίο ιστό της κοινωνικής συνοχής. Αυτό είναι το νέο στοιχείο της Σταλινικής-Χιτλερικής τρομοκρατίας. Μια Καφκική γραφειοκρατία, πυραμοειδής όπου οι εντολές έρχονται από πάνω και μακριά. 


Η μυστική αστυνομία με την μετατροπή του πιθανού εγκλήματος σε δυνατό έγκλημα παρακολουθεί τους πάντες σαν ύποπτους και κατηγορεί τους φίλους, τους συνεργάτες, τους γνωστούς και την οικογένεια του ύποπτου για συνενοχή, ανεξάρτητα από την θέση που κατέχουν. Έτσι αποσαθρώνει τις ερωτικές, οικογενειακές, φιλικές, εργασιακές σχέσεις καθώς και τις σχέσεις αλληλεγγύης και συνεργασίας που υπήρχαν στην κοινωνία. Όλοι φοβούνται, όλοι είναι ύποπτοι, όλοι είναι χαφιέδες, όλοι θα μπλέξουν και κυρίως όλα είναι δυνατά.


Το καλύτερο λοιπόν είναι να μην έχουν σχέσεις μεταξύ τους προκειμένου να μην μπλέξουν.


Οι προβοκάτορες είναι απαραίτητοι και η καχυποψία εγκαθίσταται στις καρδιές όλων των ανθρώπων.


Ότι ακριβώς περιγράφει στο «1984» ο Όργουελ όταν για παράδειγμα το παιδί καταδίδει τον πατέρα του και η βία είναι το απαραίτητο και υποχρεωτικό, καθημερινό θέαμα-διασκέδαση. Η απαξίωση της ζωής είναι το κοινό δεδομένο των ολοκληρωτικών συστημάτων. Μπροστά στην απαξίωση της ζωής, η πολιτική παρουσιάζεται σαν η συνέχεια του πολέμου. 


Έτσι η συναίνεση είναι εφικτή και αποσπάται.


Η Σταλινική ιδεολογία μέσω του τρόμου και των ΜΜΕ κυριαρχεί. Η ενότητα που εξασφαλίζει την συνέχεια έχει επιτευχθεί κατά-θρυμματίζοντας ταυτόχρονα την κοινωνία(Άρνασον). Η παραμονή του στην εξουσία είναι αδιαπραγμάτευτη.


Οι πολιτικοί αντίπαλοι εξολοθρεμένοι. Ο λαός είναι μια αποξενωμένη και φοβισμένη μάζα.    


Η Χάνα Αρέντ το 1951 με το πρωτοποριακό έργο της «Η προέλευση του ολοκληρωτισμού» προσπαθώντας να συλλάβει την ιστορική ιδιομορφία του Σταλινικού και Χιτλερικού ολοκληρωτισμού, οδηγείται σε μια διάκριση μεταξύ των μονοκομματικών δικτατοριών και των ολοκληρωτικών καθεστώτων ως πολιτικών συστημάτων εξουσίας. Διαχωρίζει τον μονοκομματικό φασισμό του Μουσολίνι από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του Λένιν, του Στάλιν και του Χίτλερ.


Επίσης αναλύει και κατατάσσει τα στρατόπεδα συγκέντρωσης σε τρεις κατηγορίες με βάση τις δυτικές απόψεις για την μεταθανάτια ζωή.


1)Τον Άδη, όπου αντιστοιχεί η ήπια μορφή περιθωριοποίησης και υπάρχει ακόμα και στα μη συγκεντρωτικά καθεστώτα, πρόσφυγες, απάτριδες, άνεργοι και περιθωριακοί, βλέπε την σημερινή Ελλάδα και Ευρώπη και τα κέντρα υποδοχής των λαθρομεταναστών. 


2) το καθαρτήριο όπου αντιστοιχούν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Σοβιετικής ένωσης όπου η εγκατάλειψη συνδυάζεται με καταναγκαστική, άχρηστη, εργασία χωρίς κανένα οικονομικό όφελος για την κοινωνία και χωρίς καμία ουσία για τους φυλακισμένους. Η προσπάθεια οικονομικής ανάλυσης της δημιουργία των στρατοπέδων συγκέντρωσης είχε αρνητικά αποτελέσματα. 


3) την κόλαση όπου ενσαρκώθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης που τελειοποίησαν οι Ναζί. Η κατασκευή των στρατοπέδων καταμεσής του πολέμου, η μεταφορά των κρατουμένων και η εξόντωση τους ήταν δαπανηρές για το Ναζιστικό κράτος.


Σκοπός των στρατοπέδων ήταν να διαλύσουν την ανθρώπινη προσωπικότητα, να εκμηδενίσουν την αξιοπρέπεια και να καθαρίσουν το πολιτικό πεδίο από τους αντιπάλους. Το ποιοι θα οδηγούταν εκεί εξαρτιόταν από την στοχοθέτηση των εχθρών και οι μόνοι που γνώριζαν εκ των προτέρων ποιοι είναι οι επόμενοι εχθροί ήταν τα στελέχη της Γκεπεού (ρωσική μυστική υπηρεσία) και των Ες-Ες αντίστοιχα.


Το όλα είναι δυνατά αποτελεί την βασική αρχή του ολοκληρωτισμού με απόδειξη ότι ο Στάλιν από το 1937-41 είχε εξοντώσει πολλούς στρατιωτικούς ηγήτορες με εμπειρία στον πόλεμο της Ισπανίας και της άπω ανατολής και ακόμα περισσότερους πολιτικούς.


Όλοι οι έμπειροι αξιωματικοί από λοχαγούς μέχρι τα ανώτερα στρατιωτικά στελέχη εξοντώθηκαν λόγω της καχυποψίας του Στάλιν με  αποτέλεσμα να υπονομευθούν οι βάσεις της στρατιωτικής πειθαρχίας. (20ο συνέδριο ΚΚΣΕ)


Ακόμα και την μεγαλοφυΐα του Στάλιν στην αντιμετώπιση της Γερμανικής επίθεσης, που είναι ευρέως διαδεδομένη και στην Ελλάδα, στην  μυστική έκθεση του Χρουτσώφ στο 20ο συνέδριο του κόμματος ανατρέπεται (το βιβλίο η «Μυστική Έκθεση» το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις θεμέλιο και ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΚΕ από τον Λευτέρη Μαυροειδή).


Στο συνταρακτικό 20ο συνέδριο καταγράφεται ότι ο Στάλιν ήταν υπερβολικά καχύποπτος με μια μόνο εξαίρεση. Ο μοναδικός άνθρωπος που εμπιστευόταν ήταν ο Χίτλερ. Όταν λοιπόν, στις 23 Αυγούστου του 1939, υπογράφθηκε το σύμφωνο μη επίθεσης μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν, ο τελευταίος το τήρησε αδυνατώντας να πιστέψει την παραβίαση του από ένα πολιτικό σαν τον Χίτλερ. 


Τα ντοκουμέντα που έχουν δημοσιευθεί πιστοποιούν ότι στις 3-4-1941 ο Τσώρτσιλ είχε ενημερώσει προσωπικά τον Στάλιν ότι τα Γερμανικά στρατεύματα έχουν αλλάξει διάταξη και ετοιμάζονται να επιτεθούν στην Σοβιετική Ένωση.


Πολίτες που διέμεναν στην Γερμανία πληροφορούν τον Ρώσο ναυτικό ακόλουθο ότι προετοιμάζεται επίθεση κατά της Ρωσίας τον Μάιο-Ιούνιο του 1941, αλλά και ο Ρώσος πρέσβης στο Λονδίνο ήταν σίγουρος για την επικείμενη Γερμανική επίθεση τονίζοντας ότι 147 μεραρχίες συν την αεροπορία είχαν παραταχθεί στα σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης. Όλα αυτά όμως αγνοήθηκαν επιδεικτικά από τον Στάλιν και δεν προετοιμάστηκε για πόλεμο. Ακόμα και όταν ο στρατιωτικός υπεύθυνος του Κίεβου πρότεινε να απομακρυνθούν 300.000 πολίτες και να οργανωθεί ισχυρή άμυνα γιατί ο γερμανικός στρατός είχε φτάσει στον ποταμό Μπουγκ, ο Στάλιν απάντησε ότι πρόκειται για προβοκάτσια.


Όταν ο γερμανικός στρατός είχε ξεκινήσει την επίθεση του κατά της Σ.Ε. ο Στάλιν έδωσε εντολή να μην ανταποδώσουν τα πυρά γιατί επρόκειτο για προβοκάτσια ενός τμήματος του γερμανικού στρατού και αυτό θα σήμαινε την είσοδο της Σ.Ε. στον πόλεμο.


Αποτέλεσμα αυτής της στάσης ήταν να υποστεί η Σ.Ε. τεράστιες καταστροφές τόσο σε στρατιωτικό υλικό όσο και σε ανθρώπινο δυναμικό. Ακόμα και κατά την διάρκεια του πολέμου οι αποφάσεις του Στάλιν ήταν καταστροφικές για εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες που σε πείσμα των στρατιωτικών αυτός έλεγε τι θα κάνουν οδηγώντας σε σίγουρο θάνατο πολλούς στρατιώτες. Έπαιρνε τις επιχειρησιακές αποφάσεις πάνω στον χάρτη της υδρογείου και αντιμετώπιζε τον στρατό του εργαλειακά. Αυτά κόστισε η ιδιοφυία του Στάλιν.


Δεν μπορούσε κανένας να αμφισβητήσει το δίκαιο και το σωστό του Στάλιν και κανείς δεν έπρεπε να πάρει την δόξα της νίκης παρά μόνο ο ίδιος. Κατασυκοφάντησε τον Ζούκωφ μετά τον πόλεμο για να πάρει όλη την δόξα αυτός.


Το βιβλίο του Χρουτσώφ η μυστική έκθεση,  περιγράφει πολλά γεγονότα
Η μανία καταδιώξεως από την οποία κατατρεχόταν ο Στάλιν, μετά τον πόλεμο έγινε πιο έντονη με αποτέλεσμα να εξοντωθούν ανώτατα στελέχη της οργάνωσης του Λένιγκραντ, η δίκη των γιατρών, οι δίκες της Μόσχας κλπ. Ο Στάλιν κατηγορούσε τους άλλους για αυτά που έκανε και σκεφτόταν αυτός. Το 1934 εξόντωσε τον Κίροφ για δήθεν συνεργασία με τους Γερμανούς την στιγμή που ο ίδιος ετοιμαζόταν να συμμαχήσει μαζί τους. Το 1952 το περιβάλλον του Στάλιν γνώριζε πλέον την σημασία των λόγων του και η απλή διατύπωση της κατηγορίας εναντίον τους, έσπειρε τον πανικό ανάμεσα στους ανώτατους αξιωματούχους. Ίσως αυτός ο πανικός να εξηγεί τις αινιγματικές συνθήκες θανάτου του «πατερούλη» και της ταχύτητας με την οποία συσπειρώθηκαν τα υψηλότερα κλιμάκια του Κόμματος, με τις ανάλογες ίντριγκες τους πρώτους μήνες της διαδοχής.


Η Χάνα Αρεντ πίστευε ότι μετά την εξόντωση του ενός εχθρού θα ερχόταν η ανακάλυψη νέων εχθρών προκειμένου να διατηρηθεί το καθεστώς της διαρκούς επανάστασης. Αν δεν υπήρχαν εξωτερικοί εχθροί θα ανακαλύπτονταν εσωτερικοί. Όπως έκανε και ο Στάλιν δηλαδή. Η διάλυση των κοινωνικών τάξεων και η μετατροπή τους σε μάζες αποξενωμένων όντων επιτυγχάνεται με τις συνεχείς εκκαθαρίσεις καθιστώντας τους αντιπάλους ψυχικά ανίκανους να οργανώσουν την οποιαδήποτε μορφή αντίστασης. Το 20ο συνέδριο όμως αφήνει μια ρωγμή στο όλο σύστημα που πλέον αμφισβητείται και ανοικτά. Έτσι οι μεταρρυθμίσεις αρχίζουν με την τελική κατάληξη του 1989. Ο τρόπος διακυβέρνησης άλλαξε ρητά, η κρατική περιουσία ξεπουλήθηκε με απλές υπογραφές και δεν άνοιξε ρουθούνι, προφανώς ο κόσμος ένοιωθε ξένος, για τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αποφάσεις και μόνο εκτελούσε.


Ο φασισμός ο οποίος είναι επιφανειακός κατά την Χάνα Αρεντ δεν έχει καμία σχέση με τον εθνικοσοσιαλισμό που φτάνει μέχρι τα άκρα και τις ρίζες του «κακού». Ο Ντούτσε δεν είναι επαναστάτης και δεν διαθέτει τις αρετές ενός διεθνούς κλίμακας ηγέτη, όπως ο Χίτλερ και ο Στάλιν. Ο γραφειοκρατικός ολοκληρωτισμός του Στάλιν είναι διαφορετικός από τον Χιτλερικό ολοκληρωτισμό με ίδιες όμως κατευθύνσεις και αποτελέσματα.


Τελειώνοντας θέλω να τονίσω ότι κανείς δεν θα μπορούσε όχι μόνο να δημοσιεύσει την αντίθετη γνώμη του στα βίαια-ολοκληρωτικά καθεστώτα, αλλά και να την εκφέρει ή να την σκεφτεί. Το ότι βέβαια στις αστικές δημοκρατίες συμβαίνει αυτό δεν σημαίνει ότι ο συγκεντρωτισμός δεν υπάρχει. Απλώς στηρίζεται στην κατευθυνόμενη συναίνεση που αποσπάται με την προπαγάνδα,


την κοινωνικό-οικονομική αλλοτρίωση και την εγωιστική εξατομίκευση του καθενός σε μια «θεαματική κοινωνία» και μόνο αν δεν λειτουργούν αυτά τα μέσα, επιστρατεύουν την βία την απομόνωση και τον εγκλεισμό.


Ο Μαρκούζε ανέλυσε τον καπιταλιστικό ολοκληρωτισμό με ανεπανάληπτο τρόπο.