Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Φουτουρισμός και η αισθητική της μηχανής


(σχόλια στη ποίηση των Mayakovsky, Marinetti και Larbaud)

Η αίσθηση της παροντικότητας πηγάζει από την ανατροπή των παραδοσιακών εννοιών του χρόνου και του χώρου έτσι όπως συντελείται στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο ευρωπαϊκός κόσμος βιώνει τον χρόνο και τον χώρο μέσα από την καταλυτική δράση της Β βιομηχανικής επανάστασης. Η τεχνολογία ανατρέπει την στατική έννοια του χώρου και ταυτόχρονα, η διαρκής ένταση της ανάπτυξης, επιφέρει τη συμπύκνωση του χρόνου στο τώρα, με ακατάσχετη φορά προς το μέλλον. Τα υποκείμενα βιώνουν το εγώ τους μέσα σε ένα νέο συνειδησιακό πλαίσιο αναφορικά με τον συμπυκνωμένο χώρο και τον χρόνο. Η ταχύτητα και το εσωτερικό της συνεπακόλουθο, η επιτακτικότητα, το βίωμα του επερχόμενου τέλους, είναι ταυτόσημα με την τεχνολογία.
 
Η μηχανή, η δύναμη των μετάλλων, είναι το όχημα της ταχύτητας, και ταυτόχρονα συνιστά το ζωντανό στοιχείο μέσα στην ίδια της την λειτουργία. Δεν αποτελεί μεταφορά της βιολογικής λειτουργίας αλλά την ενσωματώνει μέσα στην μηχανική φύση της.
«Ορμητικέ θεέ μιας ατσάλινης φυλής…(.)…ορμάς με ηδονή μέσα στο Άπειρο, τον ελευθερωτή…(.)…όμορφέ μου δαίμωνα…(.)…Εγώ είμαι στην εξουσία σου!...Πάρε με!...Πάρε με!...», θα αναφωνήσει επιφωνηματικά ο Μαρινέττι στον «Πήγασο». Ο Πήγασος, το φτερωτό άλογο, είναι το αεροπλάνο, που για τον ποιητή αποτελεί την προσωποποίηση του θεού της μηχανής. Είναι ο θεός ενός γένους που το χαρακτηρίζει το σφρίγος του ατσαλιού και που ταυτόχρονα ορμά μέσα στο άπειρο, τον απελευθερωτή της ανθρώπινης συνείδησης. Η απόλυτη παράδοση στον μηχανικό θεό και τις απελευθερωτικές του δυνάμεις εντείνεται με την αναφώνηση σε δεύτερο πρόσωπο, τις ερωταποκρίσεις και την συνακόλουθη χρήση της προστακτικής. Η μηχανή δεν είναι απλά ένα βιολογικό ισοδύναμο του ανθρώπου, αλλά η υπέρβασή του.
 
Η ίδια σχέση ανθρώπου και μηχανής διαφαίνεται στην «Ωδή» του Β. Λαρμπώ. Η ωδή, απευθύνεται στον θεό του τρένου με ανάλογη μυσταγωγική επικλητικότητα σε δεύτερο πρόσωπο και με τη χρήση επιφωνημάτων και προστακτικής: «Δώσε μου το μεγάλο σου θόρυβο….ω τρένο πολυτελές!». Αυτή η επίκληση στη θεότητα της μηχανής , που συνιστά ένα ισοδύναμο της χριστιανικής παράκλησης, θα κορυφωθεί στην Τρίτη στροφή, όπου ο ποιητής θα παρομοιάσει τα τρένα με το βιολογικό ον: «…δώστε μου την εύκολην κι ανάλαφρην ανάσα των υψηλών οστεώδικων μηχανών…».
 
Τον ίδιο σεβασμό στον ατσάλινο θεό, με το ανάλογο ιερό δέος, εκφράζει ο Μαγιακόφκι στην γέφυρα του Μπρούκλιν. Με μια θρησκευτική μεταφορά θα αναφωνήσει: «Όπως ένας αλλοπαρμένος πιστός μπαίνει σε μια εκκλησιά,…ταπεινά πατώ τη γέφυρα του Μπρούκλιν….» και στην κατακλείδα θα προσθέσει σε δεύτερο πρόσωπο : «Γέφυρα του Μπρούκλιν- ναι…Είσαι κάτι το σπουδαίο!» Αυτή η περίπλοκη σχέση ανθρώπου και μηχανής προϋποθέτει την ενδοβολή του δυναμισμού της όσο και την προβολή σ’ αυτήν γνωρισμάτων της ανθρώπινης συνείδησης. Γίνεται ο φορέας και το σύμβολο του πρωτεϊκού θεού που θα απελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά της ύλης και του καταναγκασμού στην αμεσότητα του παρόντος και του μέλλοντος.
 
Ταυτόχρονα έχει αποφορτιστεί από κάθε ιδεολογικό περιεχόμενο. Η μηχανή δεν είναι παράγωγο του καπιταλισμού, αλλά διανοουμένων και εργατών που με το μόχθο τους δίνουν υπόσταση στο μέλλον. Αλλά το κυρίαρχο στοιχείο το οποίο επαναπροσδιορίζει η μηχανή, είναι η σχέση του ανθρώπου με τον χώρο και το χρόνο. Ο θρίαμβος της μηχανής είναι η έλευση του απελευθερωτή θεού από τους περιορισμούς του χώρου. Ο καταναγκασμός του χώρου πάνω στη βιολογική φύση του ανθρώπου, στο σώμα του, καταργείται και ξαφνικά η γη όπως και τα αντικείμενά της, φαντάζει ασήμαντη, ελάχιστη και περιοριστική για το ανθρώπινο πνεύμα. Τα αεροπλάνο, το τρένο, η γέφυρα, το ατμόπλοιο, γίνονται το νέο σώμα του ανθρώπου, ο φορέας της συνείδησης που διασπά την ενότητα και την στατικότητα του χώρου με την επιτάχυνση της χρονικής διάστασης. Η ταχύτητα εισβάλλει στην ανθρώπινη συνείδηση επαναπροσδιορίζοντας την χρονικότητα και επιτείνωντας τις ψυχοδιανοητικές λειτουργίες. Η ρήξη με το παρελθόν, η επιτακτικότητα του τώρα και η ανάγκη φυγής στο μέλλον ως λύτρωση και εξιλέωση, επιβάλλουν την εξέγερση έναντι όλων ακόμη και προς το ίδιο το κατακερματισμένο εγώ.
 
Ο Λαρμπώ θα τονίσει αυτή τη ρήξη με τον χώρο και το παρελθόν, με την ταχύτητα και τη στατικότητα: « Δώσε μου το μεγάλο σου θόρυβο…ενώ πίσω απ’ τις θύρες τις σκαλιστές με τις βαριές χάλκινες κλειδαριές κοιμούνται οι εκατομμυριούχοι….(.)…τούτοι οι θόρυβοι και τούτη η κίνηση…ιστορούν για μένα, για την ζωή μου την ανέκφραστη…».
Ο Μαγιακόφσκι αισθάνεται: «Όπως ένας κατακτητής πολιορκεί ασφυκτικά μια πόλη συντριμμένη…μεθυσμένος από τη φαντασμαγορία, ξέχειλος από ζωή στη γέφυρα του Μπρούκλιν».
 
Ο Μαρινέττι με τα συνεχή επιφωνήματα: «…Ω βουνά…(.)…Ω ποτάμια…(.)…Ω σκοτεινές πεδιάδες…Σας προσπερνώ τρέχοντας!...Πάνω στο ξέφρενο θεριό μου!...», επισημαίνει την σμίκρυνση του χώρου και την ταχύτητα της συνείδησης που οδεύει προς την αναζήτηση του απολύτου: «…κι ο άνεμος είναι η πνοή σου, της αβύσσου η πνοή, ω Άπειρο δίχως βυθό, που με χαρά μ’ απορροφάς!...». Η ξέφρενη χρήση επιθετικών προσδιορισμών, ρημάτων και παρομοιώσεων επιτείνουν την αίσθηση υπέρβασης του χρόνου και του χώρου με μια διαρκή κλιμάκωση της ορμής: «Ορμητικέ… μεθυσμένο… αιμόφυρτο… ξέφρενο… Κοίταξε… Πάρε με… τρέχω… προσπερνώ.. Ξεφεύγω… πετώ…».
 
Όλα αυτά τα στοιχεία εκφράζουν το πνεύμα της πρωτοπορίας, τη νέα σχέση με την μνήμη, το χρόνο, την συνείδηση και τον χώρο, και ταυτόχρονα την αντιφατικότητα στην σχέση του ανθρώπου, με την τεχνολογία και τη φύση. Η ρήξη της πρωτοπορίας με τον υλισμό και την κυρίαρχη αστική ,κοινωνική και ηθική τάξη, επιβάλλει την προγραμματική σχεδόν αποδόμηση του αστικού κόσμου και την αναδόμησή του. Ο κόσμος συμπεριλαμβάνει το κοινωνικό, το ιδεολογικό, και το φυσικό πεδίο, δεδομένου ότι τα πάντα είναι φορτισμένα από την κυρίαρχη ιδεολογία. Η εξύμνηση της τεχνολογίας και ειδικότερα της μηχανής συνιστά την αντίδραση στον αστικό συναισθηματισμό και στην υποκατάσταση των αστικών μορφών τέχνης, από μια νέα μορφή, που εξυμνεί το πρακτικό, τεχνητό και χρήσιμο, όσο και το πνευματικό. Η κλασικιστική αρχή της μίμησης της φύσης, υποκαθίσταται από την αρχή της μίμησης του πνεύματος, δεδομένου ότι η τεχνολογία δεν αποτελεί φυσική μίμηση αλλά υπέρβαση της φύσης. (Κονδύλης Π. , Η Κρίση του Αστικού Πολιτισμού,). Το μηχανικό στοιχείο γίνεται πια η εκδήλωση της πρωτεϊκής και γεωμετρικής αρρενωπότητας του πνεύματος που αντιβαίνει στην αστική φυσική και ηθική.
 
Ταυτόχρονα η τεχνολογία, στα πλαίσια της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης και με την ανάπτυξη των απρόσωπων μετοχικών εταιριών, είχε αποδεσμευτεί από το ιδεολογικό πλαίσιο της αρχικής αστικής ηθικής αντίληψης που υπήρξε μοχλός για την παραγωγή της. Αυτή ακριβώς η άρνηση του φυσικού και η υποκατάστασή του με την τεχνολογία, υπονομεύει και θέτει σε αμφισβήτηση την ίδια την υπόσταση της ανθρώπινης οντότητας., στη σχέση της τόσο με τη φύση όσο και με την τεχνική. Αυτήν την αβεβαιότητα και την υπονομευτική διεργασία της τεχνολογίας επισημαίνει ο Λαρμπώ στο τέλος της «Ωδής» του: « …Α! τούτοι οι θόρυβοι και τούτη η κίνηση πρέπει να μπούνε στα τραγούδια μου και να ιστορούν για μένα, για την ζωή μου την ανέκφραστη, την παιδική μου ζωή που πια δε θέλει τίποτα να ξέρει, μόνο σ’ αβέβαια πράγματα παντοτινά να ελπίζει.», αφού έχει προηγηθεί η λυρική όσο και νοσταλγική περιγραφή της φύσης : «κυλούσαμε μέσ’ σε λειμώνες,…(.)…Κι εσείς αιώνιοι πάγοι που είδα ανάμεσά σας να διαβαίνει η Σιβηρία….κι η θάλασσα του Μαρμαρά κάτω από μια χλιαρή βροχή.».
 
Με ανάλογο τρόπο ο Μαγιακόφσκι θα εκφράσει τη προβληματική σχέση τεχνολογίας-φύσης-ανθρώπου, με την αντιφατικότητα των παρομοιώσεων, που ενώ υμνούν την «Γέφυρα του Μπρούκλιν», ξεχειλίζουν από λυρισμό για τη φύση: «από αυτά εδώ τα ουράνια σπαρμένα μ’ αστέρια...(.)…θάλασσες, λιβάδια κι ερήμους….», χωρίς βέβαια να παραλείπει να εκφράσει την αβεβαιότητα για το τεχνολογικό μέλλον: «Αν συμβεί το τέλος του κόσμου-και το χάος διαλύσει τον πλανήτη μας σε κομματάκια…».
 
Εξίσου δραματικά ο Μαρινέττι, «Στον Πήγασό μου», εκφράζει την αμφιβολία για το αν είναι δυνατή μια υποκατάσταση της φύσης από την τεχνολογία και αν είναι εφικτό ένα ανθρώπινο μέλλον βασισμένο στην ταχύτητα και την απομάκρυνση από τη φύση: «Τι σημασία έχει, όμορφέ μου δαίμωνα; Εγώ είμαι στην εξουσία σου!...Πάνω στην εκκωφαντική γη, κι ας δονείται σύγκορμη από πολυφωνικούς ήχους….πηγαίνω, ερεθίζοντας τον πόθο και τον πυρετό μου…».
 
Η αντιφατικότητα στη πολύπλοκη σχέση ανθρώπου-μηχανής και φύσης γίνεται περισσότερο φανερή στο συνεχή δευτεροπρόσωπη χρήση του λόγου του, όχι μόνο προς τη μηχανή, που πρόθεσή του είναι να υμνήσει, αλλά και στην ίδια τη φύση: «Ω βουνά…Ω ποτάμια...Ω σκοτεινές πεδιάδες…(.)…Αστέρια! Αστέρια μου!...». Το φουτουριστικό πρόγραμμα ανεξάρτητα από την πρόθεσή του να υποκαταστήσει τη φύση με την τεχνολογία και να συνδέσει το ανθρώπινο ον με το ατσάλινο πνεύμα που είναι ικανό να οδηγήσει στην υπέρβαση, αφενός ασυνείδητα είναι αναγκασμένο να αποδεχθεί τη φύση κι αφετέρου υπονομεύεται από την διαίσθηση ότι η υπέρβαση που οραματίζεται ίσως να μην είναι τίποτε άλλο από μια καταστροφή.
 
Ο Μαρινέττι, με μια φρενήρη χρήση των λέξεων που κλιμακώνουν την ταχύτητα και τον ψυχολογικό χρόνο: «Πιο γρήγορα!...Ακόμη πιο γρήγορα!...Χωρίς σταματημό, μήτε ανάπαυση!...Αφήστε τα φρένα! Δεν μπορείς;…Σπάστα λοιπόν…» , αποκαλύπτει ίσως την ουσιώδη βάση της εξέγερσης της πρωτοπορίας: «…Ζήτω! Μακριά απ’ την ακάθαρτη γη! Ξεφεύγω, τέλος,…», που εμπεριέχει έναν μανιχαϊστικό δυϊσμό ανάμεσα στο πνεύμα και τη φύση, ένας δυϊσμός που στον φουτουρισμό επιχειρείται να ξεπεραστεί με την υποκατάσταση της ακάθαρτης φύσης από την τεχνολογία, καθιστώντας προβληματική τη σχέση του ανθρώπου και με τις δύο.

Γρ. Σουλτάνης

Δεν υπάρχουν σχόλια: