Υπάρχουν καταγεγραμμένα εκατομμύρια φυτά στον κόσμο από τα οποία 30000 είναι φαγώσιμα. Εμείς βασιζόμαστε σε λιγότερα από 30 εξ αυτών για να θρεφτούμε. Το ρύζι το σιτάρι η σόγια και το καλαμπόκι, παρέχουν το 75% των παγκόσμιων ποσοτήτων πρωτεϊνών. Τέσσερις καλλιέργειες δηλαδή αποτελούν τον κύριο όγκο των διατροφικών μας συνηθειών.
Είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι η ποικιλότητα είναι αυτή που διατηρεί και εξελίσσει την ζωή στον πλανήτη μας. Χάρις σε αυτήν τα φυτά μπορούν και προσαρμόζονται στις συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες. Όσο μεγαλύτερη η ποικιλότητα τόσο πιο πολύπλοκες είναι οι σχέσεις ανάμεσα στα είδη της βιοποικιλότητας και τόσο πιο εύκολα μπορεί η φύση να προσαρμοστεί, να αναπαραχθεί, να εξελιχθεί για να επιβιώσει.
Σκεφτείτε τα μήλα, το σιτάρι, τα σύκα, τα σταφύλια κλπ κάποια ευδοκιμούν στα ύψη και κάποια άλλα στα πεδινά. Σκεφτείτε τα πορτοκάλια και όλα όσα αποτελούν τις κύριες πηγές τροφοδότησης μας ότι άλλα είναι για φάγωμα άλλα για χυμό και για γλυκό, άλλα τρώγονται ξερά και άλλα νωπά.
Δυστυχώς όμως η σημερινή αγροτική βιομηχανία και η παραγωγή τροφίμων στηρίζεται και χρειάζεται την ομοιομορφία προωθώντας την εντατικοποίηση και την μονοκαλλιέργεια ελάχιστων σπόρων σε ολόκληρο τον κόσμο. Όλο και λιγότερες ποικιλίες καλλιεργούνται με συνέπεια να αναπτύσσονται όλο και λιγότερα είδη. Ο παγκόσμιος οργανισμός τροφίμων εκτιμά ότι το 75% της βιοποικιλότητας αν δεν έχει κιόλας, κοντεύει να εξαφανιστεί.
Πολλοί άνθρωποι στις υποανάπτυκτες χώρες φυλάσσουν τους δικούς τους σπόρους και στηρίζονται αποκλειστικά σε αυτούς για την επιβίωση τους. Όμως στον ανεπτυγμένο κόσμο οι σπόροι συγκεντρώνονται στα χέρια όλων και πιο λίγων εταιρειών που με την γενετική μετάλλαξη τους πατεντάρουν και τους εκμεταλλεύονται για να κυριαρχήσουν και να ελέγξουν την παγκόσμια αγροτική παραγωγή και το παγκόσμιο εμπόριο. Αποτέλεσμα αυτής της κυριαρχίας είναι η καλλιέργεια όλο και πιο λίγων ποικιλιών και η επακόλουθη εξαφάνιση της βιοποικιλότητας.
Τρεις εταιρείες σήμερα ελέγχουν το 25% των παγκόσμιων σπόρων έχοντας στην ουσία μετατρέψει τον αγροτικό τομέα σε αγροτοβιομηχανική παραγωγή. Σε ολόκληρο τον κόσμο καλλιεργούνται εκατομμύρια στρέμματα γενετικά τροποποιημένων σπόρων που έχουν σαν συνέπεια την δημιουργία υπερζιζανίων, την όλο και πιο συρρικνωμένη παραγωγή, την χρήση περισσότερων φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων, το χάσιμο της επαφής με την παλαιότερη γνώση και κυρίως την συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού και την συνακόλουθη εξαφάνιση του πραγματικού σκοπού της αγροτικής παραγωγής: την σίτιση του ανθρώπου.
Η εξάρτηση της γεωργικής παραγωγής από την βιομηχανία οδήγησε στην εξάρτηση των αγροτών από τις επιδοτήσεις, λόγω του συνεχώς αναγκαίου για αυτούς εκμοντερνισμού της παραγωγής τους. Σίγουρα οι μεγάλοι γαιοκτήμονες επωφελήθηκαν από το καθεστώς των επιδοτήσεων(το 25% των παραγωγών καρπώνεται το 80% των επιδοτήσεων) και από το άνοιγμα των αγορών όμως οι περισσότεροι εκτοπίστηκαν από την αγορά και από την ίδια την παραγωγή εγκαταλείποντας την ύπαιθρο και επιδεινώνοντας ακόμα περισσότερο την επισιτιστική κρίση.
Το μοντέλο ανάπτυξης πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η Ευρωπαϊκή αγροτική παραγωγή, ρύπανε και κατέστρεψε το περιβάλλον μας,(20% είναι η συμμετοχή της βιομηχανοποιημένης γεωργίας στην επίσπευση των κλιματικών αλλαγών) δημιούργησε άνοστα και επικίνδυνα προϊόντα, έκανε απαραίτητη την χρήση χημικών λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων και ορμονών, για την παραγωγή οποιουδήποτε προϊόντος και εξώθησε στην ανεργία εκατομμύρια αγροτοκτηνοτρόφων.
Η κεντρικά σχεδιασμένη παραγωγή διέλυσε την όποια αίσθηση αυτάρκειας είχαν οι κοινότητες, μιας και δεν παρήγαγαν προϊόντα που είχαν ανάγκη αλλά όσα ζητούσε η ελεύθερη παγκόσμια αγορά. Έτσι η μεταφορά προϊόντων γιγαντώθηκε συμβάλλοντας στην οικολογική καταστροφή του πλανήτη μας(οι μεταφορές συμμετέχουν κατά 20% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου). Χάθηκαν οι τοπικές συνήθειες και εμπειρίες, άλλαξε το διατροφικό μας μοντέλο, ενώ έχει νομοθετηθεί η αντικατάσταση του παραγωγικού μοντέλου από το 2013, με την αντίστοιχη ομηρία και μέθεξη των παραγωγών.
Η κεντρικά ελεγχόμενη πρωτογενής παραγωγή, συνέβαλε στην εγκατάλειψη της υπαίθρου, άνοιξε ακόμα περισσότερο την ψαλίδα στις τιμές μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή, με μόνους κερδισμένους τελικά, μερικές πολυεθνικές εταιρίες και τους κερδοσκόπους μεσάζοντες (μεταπράτες, μεταποιητές κλπ).
Την ίδια στιγμή το δίκτυο διανομής των αγροτικών προϊόντων αποξενώνει και απομακρύνει ακόμα περισσότερο τον μικρό παραγωγό από τον καταναλωτή μιας και ελέγχεται από μεγάλες εταιρίες. Η διανομή θα μπορούσε να συμβάλει αποφασιστικά στην επιβίωση αλλά και την ποιότητα παραγωγής των προϊόντων μιας κοινότητας αλλά απέχει πολύ από αυτή την συμβολή.
Ο λόγος είναι απλός: ο μικρός παραγωγός που αδυνατεί να πουλήσει τα προϊόντα του λόγω των περιορισμών τυποποίησης του FAO (παγκόσμιος οργανισμός τροφίμων) γίνεται βορά των πολυεθνικών που αγοράζουν τα προϊόντα του με χαμηλές τιμές, τα νοθεύουν στην συνέχεια με άλλα εισαγόμενα φθηνότερα αλλά και λιγότερο ποιοτικά προϊόντα, τα τυποποιούν και τα διοχετεύουν στην αγορά με δική τους ετικέτα και κερδοσκοπούν χρησιμοποιώντας, την ανωνυμία, το μεράκι, την γνώση και την εργασία των μικρών αγροτών, που το προϊόν τους δεν έχει καμία σχέση με αυτό που αγοράζει ο καταναλωτής. Τα διατροφικά σκάνδαλα που αποκαλύπτονται σε μηνιαία βάση είναι σταγόνα στον ωκεανό.
Από την στιγμή που στην πρωτογενή παραγωγή εφαρμόστηκαν οι νόμοι της αγοράς εξαφανίστηκαν οι άμεσες ανταλλαγές και οι προσωπικές σχέσεις του παραγωγού-καταναλωτή. Οι συνδικαλιστές, οι αγροτικές ενώσεις και οι τράπεζες αποτελούν το τρίγωνο εξάρτησης και εξαθλίωσης των παραγωγών που σε αγαστή συνεργασία με το κράτος και τα ΜΜΕ αποφασίζουν για το παρόν και το μέλλον του πρωτογενή τομέα.
Τελευταίο παράδειγμα η συντονισμένη επίθεση των ΜΜΕ στους αγρότες και η αποτρόπαια επίθεση της υπουργού αγροτικής ανάπτυξης κ. Μπατσελή στους «εργατοπατέρες» που και καλά δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Προφανώς να ελεγχθούν ήθελε να πει. Η αλήθεια είναι ότι ο αγροτικός κόσμος έχει καταλάβει τον ρόλο τους και γύρισε την πλάτη στους κομματικούς αντιπροσώπους όλης της αγροτιάς. Το εισόδημα τους μειώθηκε κατά 40% σε σχέση με πέρυσι χωρίς φυσικές καταστροφές.
Αυτή η μείωση απορρέει από την Ευρωπαϊκή πολιτική (ΚΑΠ) που έχει στοχοθετήσει, την συρρίκνωση του πρωτογενή τομέα στην Ευρώπη υπέρ των υπηρεσιών και της βιομηχανίας, την νομιμοποίηση των γενετικά μεταλλαγμένων καλλιεργειών και προϊόντων, το άνοιγμα των εισαγωγών από τρίτες χώρες προκειμένου να εξασφαλίσει φτηνές πρώτες ύλες για τους βιομήχανους και να τους χρηματοδοτήσει ως κράτος για τις εισαγωγές τους.
Ο ακηδεμόνευτος επανασχεδιασμός των συνεταιρισμών, της Αγροτικής τράπεζας και του συνδικαλιστικού κινήματος είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την χειραφέτηση του πολύπαθου πρωτογενή τομέα. Η μόνη πολιτική λύση των προβλημάτων τους πρωτογενούς τομέα είναι η αύξηση της κοινωνικής ισότητας και η ενίσχυση της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου